-
1 ῥαντίζω
ῥαντίζω, = ῥαίνω, Sp., wie N. T.; ῥαντισϑήσεται Ath. XII, 521 a.
См. также в других словарях:
ῥαντισθήσεται — ῥαντίζω to be sprinkled fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ῥαντίζω
ῥαντίζω, = ῥαίνω, Sp., wie N. T.; ῥαντισϑήσεται Ath. XII, 521 a.
ῥαντισθήσεται — ῥαντίζω to be sprinkled fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)