Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥακτήριον

См. также в других словарях:

  • ῥακτήριον — ῥακτήριος fit for striking with masc acc sg ῥακτήριος fit for striking with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρακτήριος — α, ον, Α 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.) 2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον ὄρχησίς τις» β) «ῥακτήρια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»