-
1 ῥαβάσσω
-
2 ῥαβάσσω
ῥαβάσσω, lärmen, bes. durch Klopfen, Schlagen, Tanzen, Takttreten u. dgl., niederdeutsch 'rabastern' -
3 ἀῤῥαβάσσω
См. также в других словарях:
ραβάσσω — και αττ. τ. ραβάττω Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) προκαλώ κρότο, ιδίως χορεύοντας ή κρατώντας τον ρυθμό με το πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με τον τ. τον οποίο παραδίδει ο Ησύχ. «ἀρράβακα ὀρχηστήν ἀπό τοῦ… … Dictionary of Greek
ῥαβάττειν — ῥαβάσσω make a noise pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)