Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ῥαβάσσω

См. также в других словарях:

  • ραβάσσω — και αττ. τ. ραβάττω Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) προκαλώ κρότο, ιδίως χορεύοντας ή κρατώντας τον ρυθμό με το πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με τον τ. τον οποίο παραδίδει ο Ησύχ. «ἀρράβακα ὀρχηστήν ἀπό τοῦ… …   Dictionary of Greek

  • ῥαβάττειν — ῥαβάσσω make a noise pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»