-
1 κίλλ(ο)υρος
Grammatical information: ?Meaning: σεισοπυγίς (`wagtail') H.Other forms: - υρος ms.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Acc. to Schrader BB 15, 127f. to a Baltic word for `wagtail', Lith. kíelė, Latv. ciẽlava, OPr. kylo, which is itself derived from a verb `move' (s. κινέω, κίω); Lith. kíelė could be identical with Gr. *κίλλα \< *κιλ-ι̯α. - Or was the wagtail simply called after its grey colour; s. on κιλλός. In both cases the second member would be οὑρά `tail'; but the -o- is a conjecture. DELG connects κίγκλος, analyzing *κελ-κλος, which is completely in the air. - On unclear Lat. mōtacilla `the white wagtail' s. W.-Hofmann s. v. - The word may well be Pre-Greek.Page in Frisk: 1,853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίλλ(ο)υρος
-
2 μάρτυς,-υρος
+ ὁ N 3 17-8-14-17-3=59 Gn 31,44.47; Ex 23,1; Lv 5,1; Nm 5,13witness (in legal sense) Dt 17,6; id. (of God) Gn 31,44Cf. SPICQ 1978a, 533-538; WEVERS 1993, 523; →NIDNTT; TWNT -
3 ψευδομάρτυς,-υρος
-
4 αὐτόμαρτυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόμαρτυς
-
5 μάρτυρ
-
6 προσμάρτυρος
προσμάρτ-ῠρος, ον, Astrol.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσμάρτυρος
-
7 σύμμαρτυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμαρτυς
-
8 ψευδομάρτυς
A false witness, pl. in Gorg.Pal.23, Pl.Grg. 472b, Critias 61: sg., IG5(2).357.4 (Stymphalus, iii B.C.): ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ false witnesses about God, 1 Ep.Cor.15.15; as Adj., τὰν δίκαν τὰν ψευδομάρτυρα the action for false witness, IGl.c. l. 8; ψ. τιμαί honours attesting no real merit, Plu.2.821f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδομάρτυς
-
9 ψίθυρ
A = ψίθυρος, a form actually found acc. to EM506.31, cf. Sch.Theoc.1.1. -
10 ἀμάρτυρος
ἀμάρτ-ῠρος, ον,A without witness, unattested, Th.2.41, D.20.149, PFlor.59.13 (iii A. D.);ἀμαρτύρων εὔντων Herod.2.85
;ἀ. οὐδὲν ἀείδω Call.Fr. 442
; unsupported by evidence,δίκη Procop.Arc.16
, etc. Adv.- ρως Antipho Soph.93b
, D.30.21, cf. Sch.Il.Oxy.21.203.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμάρτυρος
-
11 ἀνάλμυρος
ἀνάλμ-ῠρος, ον, = foreg., Diosc.Gloss. ap. Gal.19.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάλμυρος
-
12 ἀνίσχυρος
ἀνίσχ-ῡρος, ον,A not strong, without strength, Str.2.1.36, v.l. in D.H.4.54, Sch.Theoc.14.15: [comp] Comp.,ῥῖγος-ότερον Hp.Flat.8
; invalid, of a document,ἄκυρος καὶ ἀ. PSI183.9
(V A.D.), Just.Nov.72.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίσχυρος
-
13 ἐπίμαρτυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίμαρτυς
-
14 ὀϊζυρός
A woeful, miserable, in Hom. mostly of persons, Il.1.417, al. ;ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν 13.569
, cf. Od.4.197 ; ᾠζύρ' you wretch! Ar.Av. 1641 : less freq. of actions, conditions, etc., toilsome, dreary,παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο Il.3.112
;παύσατ' ὀϊζυροῖο γόοιο Od.8.540
;ὀϊζυραὶ νύκτες 11.182
, etc. ; also, sorry, wretched, poor, ;διαίτην ἔχειν ὀϊζυρήν Hdt.9.82
. Adv.- ρῶς Q.S.3.363
.—Not used by Trag., nor in early [dialect] Att. Prose. [ὀϊζῡ- in Hom. (v. supr.) ; οἰζῠ- in [dialect] Att., Ar.Nu. 655, Av. 1641, V. 1504, 1514, Lys. 948 : [comp] Comp.ὀϊζῡρώτερος Il.17.446
: [comp] Sup.ὀϊζῡρώτατος Od.5.105
.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀϊζυρός
-
15 ὑφάλμυρος
ὑφάλμ-ῠρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφάλμυρος
-
16 γλάμων
γλάμων, - ωνοςGrammatical information: adj.Meaning: `blear-eyed' (Com.)Other forms: Same meaning γλαμυρός (Hp.). From γλάμος μύξα H. after - υρός ( φλεγυρός, Chantr. 231). Denomin. γλαμάω (Poll.) = λημιάω (which LSJ does not give), γλάμυξος = γλαμυρός with γλαμυξιάω (EM), for γλα[μο]-μυξος? - γλημώδης = γλαμυρός (Gal.) after λημώδης?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. Very doubtful is the comparison with Lith. glẽmės, gléimės pl. `slime' (not here Eng. clammy `be sticky'); and Alb. ngĺomë `humid, fresh' (Pok. 361). The word may be Pre-Greek. - From Greek Lat. glamae = gramiae `viscous humour that collects in the corners of the eyes'.Page in Frisk: 1,309-310Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γλάμων
-
17 κιλλός
Grammatical information: adj.Meaning: `grey' (Eub. 103, Phot., H., Eust.).Compounds: as 1. member, e. g. κιλλ-ακτήρ ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; Dor.), Κιλλ-άκτωρ PN (AP 5, 28; 44). As 2. member in Maced. Έπό-κιλλος (s. on ἵππος)?Derivatives: With accent-shift κίλλος m. `ass' (cf. Fr. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), metaph.. `cicada' (H.; after the colour, cf. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Fernandez, Nomres de insectos 100). Deriv. κίλλιος `ass-coloured, ὀνάγρινος' (Poll.), prob. also κιλ\<λ\> ίας στρουθὸς ἄρσην H. - S. κίλλ(ο)υρος.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: For the stem-vowel cf. πιλνός `grey' beside πελιός `id.'. κιλλός acc. to Persson Beitr. 1, 169 to κελαινός (s. v.)? The geminate λλ: from λν (Persson), from λνι̯ (WP. 1, 440), from λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), short. form (WP. l. c.). - Diff. Prellwitz Wb. - Skt. cillī `cricket' (gramm.) is prob onomatop., s. Mayrhofer KEWA s. v. - So no etym; is the word Pre-Greek? - On Κιλλι-κύριοι s. v.Page in Frisk: 1,852-853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κιλλός
-
18 σαννᾶς
Grammatical information: m.Meaning: Surname a. personal name, `μωρός, stupid person' (Cratin. [cf. Clark ClassRev. 69, 245 f.], Colophon), σαννίων `id.' (Arr.), σάννορος = μωρός (Rhinth.), prob. with Kaibel ad loc. for - υρος; cf. Σαννυρίων. As PN also Σάνν-ος (Hippon.), - αῖος, - ιος, - υρίων, f. -ώ (5.-4. cent); Σαννίδωρος surname for Άντίδωρος (Epicur.).Other forms: rather than -ᾱς.Derivatives: Besides σαννίον = αἰδοῖον (Eup.), σαν\<ν\> ιόπληκτος αἰδοιόπληκτος H.; σαννάδας τὰς ἀγρίας αἶγας H. (formally patronymicon of *σάννος v. t.) = NGr. (Crete) ἡ σανάδα (Hatzidakis Glotta 12, 148 f.); prob. also ἐσαθνύριζεν ᾔκαλλεν H. für ἐσαν(ν)-.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From σαίνω (s. v.) with expressive-hypocoristic gemination; the names are, at least partly, built referring to σαννίον αἰδοῖον. Details w. rich lit. in Masson on Hippon. 118 (p. 165 f.). Lat. LW [loanword] sanna `grimace', sanniō `buffoon' (W.-Hofmann s. v.). -- The etymology should rather be rejected.Page in Frisk: 2,676Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαννᾶς
-
19 πρωτόμαρτυς
πρωτόμαρτυς, υρος, ὁ of one especially distinguished for testimony to the death, first martyr, of Stephen Ac 22:20 v.l. (cp. Πράξεις Παύλου Aa I 235 v.l. in the fem. form of Thecla, whose prestige is indicated by the descriptive terms ἀποστολός and ἰσαπόστολος in the ms. tradition; the mss. vary, some qualifying πρ. with ἐν γυναιξί).—Late pap: New Docs 2, 152. -
20 ψευδόμαρτυς
ψευδόμαρτυς, υρος, ὁ (accented ψευδομάρτυς L-S-J-M, Mod. Gk. et al.) one who gives false testimony, a false witness (Pla., Gorg. 472b; Aristot., Rhet. ad Alex. 16, 1432a, 6; Heraclides 15; IG V/2, 357, 4; Sus 60f; Philo, Dec. 138; Tat. 25, 3; Mel., P. 93, 700) Mt 26:60; ApcPt 14:29. ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ (objective gen.) pers. who give false testimony about God 1 Cor 15:15.—On ψευδόμαρτυς and the other compounds of ψευδ(ο)-s. RReitzenstein, NGG 1916, 463ff, Her 52, 1917, 446ff; KHoll, ibid. 301ff; ADebrunner, Griech. Wortbildungslehre 1917, 37; PCorssen, Sokrates 6, 1918, 106–14; B-D-F §119, 5; Mlt-H. 280; 285; further lit. in the Indogerm. Jahrb. 5, 1918, 123f. CBarrett in BRigaux Festschr. ’70, 377–96; ATrites, The NT Concept of Witness ’77, 75f.—DELG s.v. ψεύδομαι and μάρτυς. TW. Sv.
См. также в других словарях:
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
ψευδομάρτυς — υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ… … Dictionary of Greek
παρθενομάρτυς — υρος, ἡ ΜΑ παρθένος μάρτυς … Dictionary of Greek
προμάρτυρ — υρος, ὁ, Μ (σχετικά με κατάθεση μαρτυρίας) ο προηγούμενος μάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μάρτυρ, αιολ. και δωρ. τ. τού μάρτυς*] … Dictionary of Greek
προμάρτυς — υρος, ὁ, Α [μάρτυς] (σχετικά με θρησκεία) ο πρωτομάρτυρας … Dictionary of Greek
στυλοπύρ — υρός, τὸ, ΜΑ φωτιά σε σχήμα στύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + πῦρ] … Dictionary of Greek
συμμάρτυς — υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα 2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»] … Dictionary of Greek
ψίθυρ — υρος, ὁ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «απώλεια». [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψιθυρίζω] … Dictionary of Greek
λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός … Dictionary of Greek
λαμπυρός — ή, ό λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + επίθημα υρός (πρβλ. γλαφ υρός) με πιθ. επίδραση τών λαμπυρίς, λαμπυρίζω] … Dictionary of Greek
μεγαλομάρτυρας — ο, και μεγαλομάρτυς, ο, η (ΑM μαγαλομάρτυς, υρος και μεγαλομάρτυρ, υρος) αυτός που υπέστη μεγάλα μαρτύρια για την πίστη του, μέγας μάρτυρας τής Εκκλησίας … Dictionary of Greek