-
1 ποικίλος
a lit.I spotted, dappledποικίλον ἴυγγα P. 4.214
“ δράκοντα ποικίλον” P. 8.46 νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (Hartung: ποικίλων codd.) I. 4.18 add. dat.,καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.46
II embroideredμελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
ποι]κίλ[ων ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (supp. Lobel) fr. 169. 36.b met.I ever changing, craftyψεύδεσι ποικίλοις O. 1.29
πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
II varied, many facetedποικίλον ὕμνον O. 6.87
ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. ὕμνον) fr. 179. εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 2. n. s. acc. pro adv., in varied tones,ποικίλον κιθαρίζων N. 4.14
frag. ]ειμοι τοτε ποικίλον Pae. 22.2
-
2 κιγκλίς
Grammatical information: f.Meaning: `latticed gates', esp. those, through which the knights or the counselloers entered the court of justice or the meeting hall (Ar., Luc., Plu.), also θυρο-κιγκλίδες (Attica).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical word without certain etymology. Prob. with Strömberg Wortstudien 15 backformation from κιγκλίζειν `wag the tail, change constantly' (Thgn. 303; opposite ἀτρεμίζειν; cf. on κίγκλος), so prop. something like "swinging gate". - After Solmsen Wortforsch. 215 however to κάκαλα τείχη H.; improbable. Diff. Pisani Ist. Lomb. 77, 549: from *κιλ-κλί-δ-ες dissimilated and like δι-κλί-δ-ες `twofold doors' (s. v.) from κλί-ν-ειν; thus also Fraenkel KZ 45, 169. - It seems a redupl. form with prenasalization, κι-γ-κλιδ-; so Pre-Greek?Page in Frisk: 1,849Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κιγκλίς
-
3 κιλλός
Grammatical information: adj.Meaning: `grey' (Eub. 103, Phot., H., Eust.).Compounds: as 1. member, e. g. κιλλ-ακτήρ ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; Dor.), Κιλλ-άκτωρ PN (AP 5, 28; 44). As 2. member in Maced. Έπό-κιλλος (s. on ἵππος)?Derivatives: With accent-shift κίλλος m. `ass' (cf. Fr. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), metaph.. `cicada' (H.; after the colour, cf. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Fernandez, Nomres de insectos 100). Deriv. κίλλιος `ass-coloured, ὀνάγρινος' (Poll.), prob. also κιλ\<λ\> ίας στρουθὸς ἄρσην H. - S. κίλλ(ο)υρος.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: For the stem-vowel cf. πιλνός `grey' beside πελιός `id.'. κιλλός acc. to Persson Beitr. 1, 169 to κελαινός (s. v.)? The geminate λλ: from λν (Persson), from λνι̯ (WP. 1, 440), from λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), short. form (WP. l. c.). - Diff. Prellwitz Wb. - Skt. cillī `cricket' (gramm.) is prob onomatop., s. Mayrhofer KEWA s. v. - So no etym; is the word Pre-Greek? - On Κιλλι-κύριοι s. v.Page in Frisk: 1,852-853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κιλλός
-
4 κίλλ(ο)υρος
Grammatical information: ?Meaning: σεισοπυγίς (`wagtail') H.Other forms: - υρος ms.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Acc. to Schrader BB 15, 127f. to a Baltic word for `wagtail', Lith. kíelė, Latv. ciẽlava, OPr. kylo, which is itself derived from a verb `move' (s. κινέω, κίω); Lith. kíelė could be identical with Gr. *κίλλα \< *κιλ-ι̯α. - Or was the wagtail simply called after its grey colour; s. on κιλλός. In both cases the second member would be οὑρά `tail'; but the -o- is a conjecture. DELG connects κίγκλος, analyzing *κελ-κλος, which is completely in the air. - On unclear Lat. mōtacilla `the white wagtail' s. W.-Hofmann s. v. - The word may well be Pre-Greek.Page in Frisk: 1,853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίλλ(ο)υρος
См. также в других словарях:
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
κιγκλίδα — ἡ (ΑΜ κιγκλίς, ίδος) 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος 2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… … Dictionary of Greek
Γιάνναρης, Κωνσταντίνος — (Μεσσηνία 1959 –). Σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε οικονομικά και ιστορία στο πανεπιστήμιο του Κιλ στην Αγγλία. Ξεκίνησε γυρίζοντας πολλές ταινίες μικρού μήκους, αλλά και ντοκιμαντέρ που διακρίθηκαν σε διεθνή φεστιβάλ.… … Dictionary of Greek
Μακένζι — I (Mackenzie). Ποταμός (4.241 χλμ.) του Καναδά, στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας. Εκβάλλει στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό και η λεκάνη απορροής του είναι 1.760.000 τ. χλμ. Πηγάζει με την ονομασία Αθαμπάσκα στη δυτική Αλμπέρτα από την ανατολική… … Dictionary of Greek