Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ψίθῠρ

См. также в других словарях:

  • ψίθυρ — υρος, ὁ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «απώλεια». [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψιθυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • -ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»