-
1 πλήμ(μ)υρα
πλήμ(μ)ύρα η1) см. πλημμύρισμα; 2) перен. изобилие -
2 πλήμ(μ)υρα
πλήμ(μ)ύρα η1) см. πλημμύρισμα; 2) перен. изобилие -
3 ἁλμυρός
ἁλμυρός, salzig, Hom. achtmal, stets ἁλμυρὸν ὕδωρ Versende, Od. 4, 511. 5, 100, ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ 9, 227. 470, ϑαλάσσης ἁλμ υρὸν ὕδωρ 12, 236. 240. 431. 15, 294; – Thuc. 4, 26; ἁλμυρὸς πόντος Hes. Th. 107. 964; Pind. nennt das Meer ἁλμ υρὰ βένϑεα Ol. 7, 57, Eur. ἁλμυρὸν πόντου βάϑος Troad. 1; öfter bei Dichtern; ἁλμυρὰ ὄψα Xen. Cyr. 6, 2, 31; δολερὸς καὶ άλμ. ποταμός Her. 7, 35 der Hellespont; übertr. bitter, unerfreulich, ἀκοή Plat. Phaedr. 243 d; neben πικρὸν γειτόνημα Legg. IV, 705 a; κάλλος ἁλμ. καὶ δριμύ, pikant, Plut. Symp. 5, 10, 4; ἁλμυρὰ κλαίειν, bitterlich, Theocr. 23, 34.
-
4 воздушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αέρινος, αέριος, του αέρα•-ое давление πίεση του αέρα.
|| εναέριος•воздушный бой αερομαχία.
2. αεροπλοϊκός, αεροπορικός•-ая линия αεροπορική γραμμή•
-ое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία•
-ое нападение αεροπορική επίθεση•
воздушный флот η αεροπορία•
-ая оборона αντιαεροπορική άμυνα.
3. κινούμενος με αέρα•воздушный молоток αερόσφυρα, -ύρα•
воздушный тормоз αεροπέδη.
4. ελαφρός•-ая походка πολύ ελαφρό βάδισμα.
εκφρ.- ые замки – αερόπυργοι (αεροβασίες, φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπήματα, καπνοί φαντασίας)•воздушный поцелуй – φιλί από απόσταση, με το χέρι•- ая тревога – αεροπορικός συναγερμός•воздушный насос – αεραντλία•воздушный шар – α) αερόστατο. β) μπαλλόνι, φούσκα (παιδικό παιγνίδι). -
5 μάρτυς
μάρτῠς, ὁ, ἡ, Cret., Epid. [full] μαῖτυς Leg.Gort.1.13, al., IG42(1).42, Cret. also [full] μαίτυρς GDI4998 v ii; gen. μάρτῠρος, acc. - ῠρα Hes.Op. 371, etc., formed from [full] μάρτυρ (q. v.), exc. acc.Aμάρτῠν Simon. 84
. 4, Men. 1034, Plu. 2.49a; dat. pl. μάρτῠσι (but μάρτυρσι prob. in Hippon. 51):— witness (not in Hom.), Hes. l.c., h.Merc. 372, Thgn. 1226, etc.;ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεύς Pi.P.4.167
, cf. A.Eu. 664;ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Pi.O.1.34
;τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς S. Tr. 1248
, cf. E.Ph. 491;μάρτυρα θέσθαι τινά Id.Supp. 261
;μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Th.4.87
, etc.;μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.Rh. 1375b30
; μάρτυρας παρέχεσθαι produce witnesses, Pl.Grg. 471e, cf. D.27.51, etc.;μάρτυρες παρίστανται X.Cyr.1.6.16
; μάρτυρα παράγεσθαι, μάρτυρας ἐπάγεσθαι, Pl.Lg. 836c, R. 364c;δικάζει ταῦτα μαρτύρων ὅπο A.Supp. 934
;μαρτύρων ἐναντίον Antipho 1.28
, Ar.Ec. 448;ἐν μάρτυσι Pl.Smp. 175e
; τί δεῖται μάρτυρος; Id.R. 340a.II martyr, Apoc.2.13, etc.III Astrol., in aspect,μάρτυρες ἀλλήλων Man. 4.451
. (Cf. μάρτυρ, μάρτυρος.) -
6 κόλλουρος
Grammatical information: m.Meaning: name of `an unknown fish' (Marc. Sid. 22)Derivatives: κολλουρίς `marsh-mallow' (Gloss.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Strömberg Fischnamen 48 proposes: for *κόλ-ουρος `with stump tail' with expressive gemination; after the fish the mallow would have been called as marsh-plant (ibd. 25) [?]. J. André, RPh 45 (1971) 216f, separates κολλουρίς from the fish and and connects it with κολλ(ο)ύρα `small, round flat bread' given the similarity of the fruit of the mallow with a cake. Prob. Pre-Greek, seen κολλ- and - ουρ(ος).Page in Frisk: 1,899Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλλουρος
-
7 κολλύ̄ρα
κολλύ̄ρα (- ού-)Other forms: also κολλούραDerivatives: Diminut. κολλυρίς and κολλύριον (- ού-) (LXX, pap.); κολλύριον (- ού-) usu. `eye-salve, salve in gen.' (in the form of a tablet; Apok., Arr., medic., inscr. a. pap.); κολλυρικός `made from κολλῦραι' (Plaut. Pers. 95), κολλυρίζω `bake κ.' (LXX), κολλυριόομαι in κεκολλυριωμένον (cod. - ρόμενον) λευκῳ̃ κεχρισμένον H.; κολλυρίων m. name of a bird prob. a `thrush' (Arist.; H. also κορυλλίων), motive of the name unknown (cf. Thompson Birds s. v.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like ἄγκῡρα, γέφυρα, λέπῡρον a. o. (Chantraine Formation 234), further unknown. Cf. on κόλλοψ. Like the words in - υρα prob. Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek, suff.). If the variation -υ\/ ου- is old, this also points to Pre-Greek.Page in Frisk: 1,900Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολλύ̄ρα
См. также в других словарях:
ολοτρό(γ)υρα — επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω («τα βοσκόπουλα καθίζουν ολοτρόυρ απ τον ξένο», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + τρογύρω] … Dictionary of Greek
κιννυρικός — κιννυρικός, ή, όν (Α) [κιν(ν)ύρα] αυτός που αναφέρεται στο μουσικό όργανο κινύρα* … Dictionary of Greek
κολλύρα — κολλύρα, ἡ (Α) κόλλιξ*, κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα ύρα, πρβλ. άγκυρα] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek