Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῠρα

См. также в других словарях:

  • ολοτρό(γ)υρα — επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω («τα βοσκόπουλα καθίζουν ολοτρόυρ απ τον ξένο», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + τρογύρω] …   Dictionary of Greek

  • κιννυρικός — κιννυρικός, ή, όν (Α) [κιν(ν)ύρα] αυτός που αναφέρεται στο μουσικό όργανο κινύρα* …   Dictionary of Greek

  • κολλύρα — κολλύρα, ἡ (Α) κόλλιξ*, κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα ύρα, πρβλ. άγκυρα] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»