-
21 μελανοπτερυξ
-
22 μονοζυξ
(Περσίδες Aesch.)
-
23 νεοζυξ
-
24 ομοζυξ
οἱ ὁμόζυγες Arst. — сотоварищи
-
25 ορτυξ
-
26 ορυξ
- ῠγος ὅ1) кирка или лом Anth.2) африканская антилопа (с длинными и острыми рогами, предполож. Oryx leucoryx) Arst.3) предполож. нарвал ( рыба Monodon monoceros) Plut. -
27 παραζυξ
- ῠγος adj. припряженный, пристяжной, перен. избыточныйοἱ παράζυγες Arst. — паразиги, младшие дети (не имеющие, при майоратной системе, доли в наследстве)
-
28 πομφολυξ
-
29 πτερυξ
1) крыло Hom., Hes., Her. etc.2) плавник(αἱ πτέρυγες τῶν ἰχθύων Arst.)
3) ласт(αἱ πτέρυγες τῶν φωκῶν Arst.)
4) придаток, щупальце Arst.5) ( у панциря) обшивка Xen.6) оборка, пола7) (широкий) клинок(τῆς κοπίδος Plut.)
8) весло Soph.9) прикрытие, защита, оплот(Εὐβοίης π. Eur.)
10) досл. полет, перен. звучание(πτέρυγες γόων Soph.)
11) птица(ἀπὸ πτερύγων καὴ θηρῶν Anth.)
-
30 τανυπτερυξ
-
31 τριζυξ
-
32 φαρυγξ
-
33 φεψαλυξ
-
34 φιλορτυξ
-
35 διώρυγα
[-ωρυξ (-υγος)ί η1) канал; 2) ров -
36 ορτύκι
το, όρτυξ (-υγος) ο перепел (птица) -
37 πρόσφυγας
[-υξ (-υγος)] ο, πρόσφυγίνα η бежен|ец, -ка; эмигрант, -ка;πολιτικός πρόσφυγας — политэмигрант;
επαναπατρισμός των πρόσφύγων — репатриация (полит)эмигрантов
-
38 πτέρυγα
[-υξ (-υγος)] η1) см. πτερό[ν] 1, 3; 2) полит. крыло; З) воен, фланг, крыло; 4) крыло (здания), флигель
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολυάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πολλές περιφέρειες, πολλούς κύκλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄντυξ, υγος (πρβλ. ευ άντυξ, λευκ άντυξ)] … Dictionary of Greek
σιδηροπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α σιδηρόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. αἰολο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
σπινθάρυξ — υγος, ἡ, Α σπινθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού σπινθήρ* με ένθημα αρ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. μαρμαρ υγ ή, πομφόλ υξ, υγος)] … Dictionary of Greek
τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) … Dictionary of Greek
υψάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει υψηλό τόξο, υψηλή αψίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ἄντυξ, υγος «κύκλος, τόξο» (πρβλ. εὐ άντυξ)] … Dictionary of Greek
φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] … Dictionary of Greek
φιλόρτυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά τα ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρτυξ, υγος «ορτύκι»] … Dictionary of Greek
φοινικοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + πτέρυξ (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
χρυσάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ (για άρμα) αυτός που έχει χρυσή άντυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄντυξ, υγος «κύκλος, περιφέρεια, τροχιά»] … Dictionary of Greek
χρυσοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ χρυσοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. λινο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… … Dictionary of Greek