-
1 φιλορτυξ
См. также в других словарях:
φιλόρτυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά τα ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρτυξ, υγος «ορτύκι»] … Dictionary of Greek
φιλόρτυγες — φιλόρτυξ fond of quails masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)