-
1 παραζυξ
- ῠγος adj. припряженный, пристяжной, перен. избыточныйοἱ παράζυγες Arst. — паразиги, младшие дети (не имеющие, при майоратной системе, доли в наследстве)
См. также в других словарях:
παράζυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με άλλον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οι παράζυγες οι υπεράριθμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ζυξ (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ζυγός), πρβλ. σύ ζυξ] … Dictionary of Greek
παράζυγας — πάραζυξ yoked beside masc acc pl παράζυξ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)