-
81 ἴς [2]
ἴς, ἡ, gen. ἰνός, acc. ἶνα, plur. ἶνες, ἴνεσι (eigtl. FΙΣ, vis), Muskel, Muskel- oder Gliederband, Sehne, Sitz der Körperkraft; οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀοτέα ἶνες ἔχουσιν Od. 11, 219, vgl. Il. 23, 190; κάλυψε νέκυν, μὴ πρὶν μένος Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν 16, 316 (vgl. νεῠρα); bes. die starken Halsmuskeln, das Genick, ὅτ' ἄν – ἀνὴρ κόψας ἐξόπιϑεν κεράων βοός – ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν 17, 520; vgl. Ap. Rh. 2, 826 μέσσας δὲ σὺν όστέῳ ἶνας ἔκερσε. – Gew. die Muskel-, Körperkraft, ἐσϑλή Il. 12, 320, ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεϑρον 7, 269 Od. 9, 538; οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς ἔμπεδος, οὐδέ τι κίκυς 11, 393; οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη 18, 3; εἴ μοι ἔτ' ἔστιν ἴς, οἵη πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν 21, 283; umschreibend, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, des Telemach heilige Stärke, der starke T., Od. oft; κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il. 23, 720; mit verdoppeltem Nachdruck ἲς βίης Ἡρακληείης Hes. Th. 332. – Auch auf Lebloses übertragen, bes. vom Winde, Il. 15, 383 Od. 9, 71 u. öfter; ποταμοῖο Il. 21, 356. – Pind. Τροΐας ἶνας ἐκταμών I. 7, 53, übertr., die Kraft Troja's; Ar. πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρϑρων ἶνας Paz 85, die Sehnenkraft der Gelenke. Bei Hippocr., Plat. Tim. 82 c u. Arist., z. B. H. A. 3, 6, die thierischen Fleischfasern in den Muskeln u. im Blute; bei Theophr. auch die Pflanz- u. Holzfasern; auch von Metalladern, οἷον ἶνες ἢ τρίχες ἀραιαὶ διατρέχουσιν ἐν τοῖς μετάλλοις Plut. def. orac. 43.
-
82 ἰκτίν
-
83 ῥηγμίν
ῥηγμίν, od. richtiger ῥηγμίς, obwohl der nom. nicht vorzukommen scheint, gen. ῖνος, ὁ, hohes, schroffes Meeresufer, an dem die anschlagenden Wogen sich mit Getös brechen, Wogenbruch, Brandung; Hom. oft, bes. im dat. ῥηγμῖνι ϑαλάσσης, od. mit dem Zusatz ἁλός; den gen. u. accus. hat er nur einmal, Il. 20, 229 Od. 12, 214, in welcher letztern Stelle es von den brandenden Wogen selbst gebraucht ist; ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου Pind. N. 5, 13; ἀκταῖσιν ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου, Eur. I. T. 253; einzeln auch in Prosa, wie Arist. meteor. 2, 8, u. Sp: – Uebrtr., βίοιο, die Brechung oder der Rand des Lebens, d. i. der Tod, Emped. 224. – Nach Hesych. auch = ῥῆγμα, Riß, Spalte.
-
84 ὠδίς
ὠδίς, ῖνος, ἡ, 1) der Geburtsschmerz, gew. im plur., Geburtswehen; Il. 11, 271; H. h. Apoll. 92; Pind.; Tragg., z. B. αἱ δι' ὠδίνων γοναί Eur. Phoen. 358; dah. das Gebären, die Geburt, Plat., im eigtl. Sinn u. öfters übertragen. – Auch das unter Schmerzen Geborene, ἔϑυσεν αὑτοῦ παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῖνα Aesch. Ag. 1392; Eur. I. T. 1102 u. öfter; die Söhne, im plur., Leon. Al. 16 (VII, 549); μυϑεύεται ἡ Λητὼ τὰς ὠδῖνας ἀποϑέσϑαι τοῦ τε Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος Strab. 10, 5,2; ἁπαλὴ ὠδὶς ὄρνιϑος, das Ei, Nic. Al. 165; ϑαλάσσης, Aphrodite, Ep. ad. 63 (IX, 386). – Uebh. alles mit Anstrengung Hervorgebrachte, ὠδὶς μελίσσης, Honig, Nonn.; auch von des Geistes Arbeit, Himer. – 2) jeder heftige Schmerz, z. B. der Mutterliebe, Bian. 7 (IX, 259); πάρεστι δ' ὠδὶς καὶ φρενῶν καταφϑορά Aesch. Ch. 209; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νὺξ κυβερνήτῃ σοφῷ Suppl. 751; πλὴν ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὐτοῦ προςβαλὼν ἀποίχεται Soph. Trach. 42.
-
85 αγκυλογλωχιν
-
86 ακτις
- ῖνος ἥ1) луч(ἠελίοιο Hom., Aesch.)
ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα (sc. ὄντος τοῦ ἡλίου) Soph. — в среднем направлении южных лучей, т.е. на юге;πρὸς τελευτώσας ἀκτῖνας Eur. — на запад2) сверкание(ἀκτῖνες στεροπᾶς Pind.)
3) молния(Διὸς ἀ. Soph.)
4) сияние, слава(ἐργμάτων, ἀγώνων Pind.)
5) спица (sc. τῆς τροχιᾶς Anth.) -
87 αρις
-
88 αρρις
-
89 γλωχιν
-
90 γλωχις
-
91 δελφις
- ῖνος ὅ2) «дельфин» ( металлический метательный снаряд для пробивания неприятельских кораблей) Arph.3) созвездие Дельфина Arst. -
92 Ελευσις
- ῖνος ἥ Элевсин (город и дем в атт. филе Ἱπποθωντίς, к сев.-зап. от Афин, главный центр культа Деметры и Персефоны) HH., Pind., Her. etc. -
93 ερμιν
-
94 ερμις
-
95 ευωδιν
-
96 ις
ἴς1) мышца, мускулἶνες καὴ μέλεα Hom. — мышцы и члены, т.е. тело, организм;
ἄρθρων ἶνες Arph. — мышцы тела, мускулатура2) сухожилие3) волокноἶνες αἵματος Arst. — волокнистое вещество крови (т.е. фибрин);
ἶνες καὴ νεῦρα Plat. — (мышечные) волокна и сухожилия4) ( у беспозвоночных) кровеносный сосуд5) прожилка(ἶνες ἐν τοῖς μετάλλοις Plut.)
6) сила, мощь(ἐνὴ μελεσσιν Hom.)
описательно κρατερέ ἲς Ὀδυσῆος Hom. — могучий Одиссей;7) сила, стремительность, напор(ἀνέμοιο, ποταμοῖο Hom.)
-
97 ρηγμιν
-
98 Σαλαμιν
-
99 Σαλαμις
v. l. Σᾰλᾰμίν - ῖνος ἥ Саламин1) остров в сев. части Саронского залива с городом того же наименования; здесь в 480 г. до н.э. греч. флот под командованием Фемистокла нанес поражение морским силам персов Hom. etc.2) город на вост. побережье Кипра, основанный, по преданию, Эантом Теламонидом Her., Isocr. -
100 σταμιν
σταμίν, στᾰμίς
См. также в других словарях:
-ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ἰνός — ἰ̱νός , ἴς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύρ(ρ)ινος — εὐθύρ(ρ)ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ίσια μύτη … Dictionary of Greek
καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] … Dictionary of Greek
κολοβόρ(ρ)ινος — κολοβόρ(ρ)ινος, ον (Α) κολοβόριν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβόρριν, με μεταπλασμό κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
ολοκότ(τ)ινος — ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α) είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α συνθετικό το ὅλος. Το β συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)] … Dictionary of Greek
στούπ(π)ινος — ὁ, Μ βλ. στύπινος … Dictionary of Greek
πλα(γ)ινός — ή, ό αυτός που είναι στο πλάι, ο παράπλευρος, ο γειτονικός, ο διπλανός: Το πλαγινό σπίτι το κατεδαφίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)