Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῑβος

См. также в других словарях:

  • Ίβος, Αστέριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση σπούδαζε στο Πεδεμόντιο (Πιεμόντε) της Ιταλίας, επέστρεψε όμως στην Ελλάδα και κατετάγη στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου ως ανθυπολοχαγός της πρώτης… …   Dictionary of Greek

  • πεδότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + τριψ, βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • πορνότριψ — ιβος, ὁ Α αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό τριψ, σκευό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • σκευότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α αυτός που συντρίβει σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αχυρό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • σύντριψ — ιβος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που επιφέρει συντριβή 2. ως κύριο όν. Σύντριψ κακός δαίμονας που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντρίβ τού συντρίβω + κατάλ. ς] …   Dictionary of Greek

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

  • χοιρόθλιψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (σε σχολιαστή τού Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)] …   Dictionary of Greek

  • Гурий, Самон и Авив — Γουρίας, Σαμωνᾶς, ῎Αβ(β)ιβος …   Википедия

  • οικότριψ — οἰκότριψ, ιβος, ὁ (Α) 1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.) 2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.) 3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.… …   Dictionary of Greek

  • αιγότριψ — αἰγότριψ ( ιβος), ο, η (Α) αυτός που έχει πατηθεί από κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. αἴξ γὸς + τριψ < τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • αλότριψ — ἁλότριψ, ιβος, ο (Α) όργανο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, ο αλοτρίβανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + τριψ < τρίβω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»