-
1 πεδό-τριψ
πεδό-τριψ, ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.
-
2 παιδό-τριψ
παιδό-τριψ, ιβος, = παιδοτρίβης, Luc. Tim. 14, wie schon Suid. las, u. Arcad. 94, 19 steht; nach Andern richtiger πεδότριψ.
-
3 παλίν-τριψ
παλίν-τριψ, ιβος, = Vorigem (?).
-
4 σύν-τριψ
-
5 σκευό-τριψ
σκευό-τριψ, ιβος, von Arcad. 94 ohne Erkl. angeführt.
-
6 φαρμακό-τριψ
φαρμακό-τριψ, ιβος, ὁ, = Vorigem, zw., s. Lob. zu Phryn. 611.
-
7 χοιρό-θλιψ
χοιρό-θλιψ, ῑβος, ein Schwein drückend, befühlend, aber auch die weibliche Schaam berührend, Ar. Vesp. 1364.
-
8 χέρ-νιψ
χέρ-νιψ, ιβος, ἡ, das Handwaschwasser, Weihwasser, mit dem man sich vor der Mahlzeit (vgl. Ath. IX, 408), oder vor Verrichtung eines Opfers oder sonst eines religiösen Gebrauchs die Hände wusch; Hom. immer im acc. sing., oft in dem Verse χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα – ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος, νίψασϑαι; auch χέρνιβα κατήρχετο, Od. 3, 445, das Händewaschen beginnen; αὐτοῦ τὴν χέρνιβα παύσεις Eupolis bei Ath. IX, 409 b; χέασα τάςδε χέρνιβας βροτοῖς Aesch. Ch. 127; sonst kommt vom sing. der dat. χέρνιβι bei Ar. Av. 894 vor, wie Thuc. ὕδωρ, ὃ ἦν ἄψαυστον σφίσι πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσϑαι 4, 97; u. der gen., ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys. 6, 52, wo es im Tempel geschieht, wie μιᾶς ἐκ χέρνιβος βωμοὺς περιῤῥαίνοντες Ar. Lys. 1129. – Im plur. ist εἴργειν τινὰ χερνίβων ein in Athen geläufiger Ausdruck, welcher das Ausschließen der mit Blutschuld Behafteten von der Theilnahme an religiösen Gebräuchen und Opfern bezeichnet; Dem. Lpt. 158; εἰς ἱερὰ εἰςιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον 24, 186; was auch zu χέρνιβον gezogen werden könnte; doch spricht für die Beziehung auf χέρνιψ »χέρνιβας νέμειν«, den Gebrauch des Weihwassers gestatten, Soph. O. R. 240; εὖ γ' οὖν ϑίγοις ἂν χερνίβων Eur. Or. 1602; χερνίβων ἑστήξῃ πέλας I. A. 675, u. öfter in diesem Stück, u. I. T.; χερνίβων κοινωνός, Haus- od. Tischgenosse, Aesch. Ag. 1007. – Das Weihwasser stand an der Thür, und man reinigte sich damit auch nach Leichenbestattungen, ehe man ins Haus trat, vgl. Eur. Alc. 100 οὐχ ὁρῶ πηγαῖον χέρνιβ' ἐπὶ φϑιτῶν πύλαις. – [Ueber die Accentuation χερνίβος, χερνίβα spricht schon Ath. IX, 409 b, der sie verwirft.]
-
9 εὔ-τριψ
-
10 οἰκό-τριψ
-
11 ἀστύ-τριψ
ἀστύ-τριψ, ιβος, immer in der Stadt lebend, Philostr. imagg. 2, 26; Critias Poll. 9, 17.
-
12 ἀχυρό-τριψ
ἀχυρό-τριψ, ιβος, Hülsen ausdreschend, ὀξεῖς τρίβολοι Philp. 14 (VI, 104).
-
13 ἁλό-τριψ
-
14 ἄ-τριψ
ἄ-τριψ, ιβος, = ἀτριβής 2), VLL. οὐκ ἐντριβής τινι πρἀγματι.
-
15 αλοτριψ
-
16 Θησειοτριψ
-
17 οικοτριψ
1) бран. расточитель хозяйского добра, порча, язва Arph.2) родившийся и воспитанный дома раб Dem. -
18 Συντριψ
- ῐβος ὅ Синтриб, «Разбиватель» (домовой, которому гончары приписывали разбивание горшков) Hom. -
19 χερνιψ
- ῐβος ἥ тж. pl.1) вода для омовения рук (преимущ. культового) Hom., Eur., Lys., Arph.2) культовое омовение рукπρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι Thuc. — совершать омовение рук перед жертвоприношениями;
χέρνιβας νέμειν Soph. — допускать к культовым омовениям рук, т.е. к священным обрядам;εἴργεσθαι χερνίβων Dem. — запрещать участие в священных обрядах;χερνίβων κοινωνός Aesch. — соучастник священных омовений, т.е. домочадец, близкий3) ( редко) заупокойное возлияние(χέειν τὰς χέρνιβάς τινι Aesch.)
-
20 χοιροθλιψ
См. также в других словарях:
Ίβος, Αστέριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση σπούδαζε στο Πεδεμόντιο (Πιεμόντε) της Ιταλίας, επέστρεψε όμως στην Ελλάδα και κατετάγη στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου ως ανθυπολοχαγός της πρώτης… … Dictionary of Greek
πεδότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + τριψ, βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό τριψ] … Dictionary of Greek
πορνότριψ — ιβος, ὁ Α αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό τριψ, σκευό τριψ] … Dictionary of Greek
σκευότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α αυτός που συντρίβει σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αχυρό τριψ] … Dictionary of Greek
σύντριψ — ιβος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που επιφέρει συντριβή 2. ως κύριο όν. Σύντριψ κακός δαίμονας που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντρίβ τού συντρίβω + κατάλ. ς] … Dictionary of Greek
χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… … Dictionary of Greek
χοιρόθλιψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (σε σχολιαστή τού Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)] … Dictionary of Greek
Гурий, Самон и Авив — Γουρίας, Σαμωνᾶς, ῎Αβ(β)ιβος … Википедия
οικότριψ — οἰκότριψ, ιβος, ὁ (Α) 1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.) 2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.) 3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.… … Dictionary of Greek
αιγότριψ — αἰγότριψ ( ιβος), ο, η (Α) αυτός που έχει πατηθεί από κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. αἴξ γὸς + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek
αλότριψ — ἁλότριψ, ιβος, ο (Α) όργανο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, ο αλοτρίβανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek