-
1 αλότριψ
-
2 ἁλότριψ
-
3 αλοτριψ
-
4 ἅλοτριψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἅλοτριψ
-
5 ἁλότριψ
ἁλό-τριψ, Mörserkeule, zum Zerstoßen des Salzes -
6 δι-κάρηνος
δι-κάρηνος, zweiköpfig, Batr. 300; δικάρανος ἁλότριψ Ariston. 1 (VI, 306).
-
7 δικαρηνος
См. также в других словарях:
αλότριψ — ἁλότριψ, ιβος, ο (Α) όργανο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, ο αλοτρίβανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek
ἁλότριψ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλο- — (Α ἁλο ) Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τόσο τής αρχαίας όσο και τής νέας Ελληνικής, που ετυμολογικά συνδέεται με το αρχαίο ουσιαστικό ἃλς «αλάτι, θάλασσα». Ως α συνθετικό το αλο σημαίνει συνήθως «αλάτι» και σπανιότερα «θάλασσα». Στη νέα Ελληνική… … Dictionary of Greek