Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁλότριψ

См. также в других словарях:

  • αλότριψ — ἁλότριψ, ιβος, ο (Α) όργανο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, ο αλοτρίβανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + τριψ < τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • ἁλότριψ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλο- — (Α ἁλο ) Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τόσο τής αρχαίας όσο και τής νέας Ελληνικής, που ετυμολογικά συνδέεται με το αρχαίο ουσιαστικό ἃλς «αλάτι, θάλασσα». Ως α συνθετικό το αλο σημαίνει συνήθως «αλάτι» και σπανιότερα «θάλασσα». Στη νέα Ελληνική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»