Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ᾶτον

  • 1 θάνατος

    ο
    1) смерть (тж. о животном, растении); кончина;

    φυσικός (βίαιος) θάνατος — естественная (насильственная) смерть;

    αίφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;

    μετά -ατον посмертно;
    σε περίπτωση -ατού в случае (или на случаи) смерти; 2) перен. смерть, гибель;

    πολιτικός θάνατος — гражданская смерть;

    ηθικός θάνατος — нравственное падение;

    αυτό είναι θάνατος γιά μάς — это для нас гибель, катастрофа;

    του είναι θάνατος η παύση του από την εργασία — увольнение с работы для него равносильно смерти;

    3) потеря (разума, рассудка и т. п.);

    θάν της μνήμης — потеря памяти;

    § σιγή -ατού гробовое молчание;
    μισώ μέχρι -ατού смертельно ненавидеть; μάχομαι μέχρι -ατού сражаться не на жизнь, а на смерть; είμαι μεταξύ ζωής και -ατού быть между жизнью и смертью;

    είναι γιά θάνατο — его дни сочтены (о больном);

    καταδικάζω σε θάνατό — выносить смертный приговор

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θάνατος

См. также в других словарях:

  • Ατόν — Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα, που συνδέεται με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην Αίγυπτο ο φαραώ Αμένοφις Δ’ (Ακενατόν) κατά την περίοδο της βασιλείας του (περ. 1369 1353 π.Χ.). Η μεταρρύθμιση αυτή αναφέρεται στην εισαγωγή ενός μόνο θεού …   Dictionary of Greek

  • ἄτον — ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἆτον — ἆ̱τον , ἄατος insatiate masc/fem acc sg ἆ̱τον , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοσ(σ)άτον — τὸ, ΜΑ βλ. φουσάτο …   Dictionary of Greek

  • 'τον — ἄτον , ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἄτον , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • καθολικάτον — καθολικάτον, τὸ (Μ) μητροπολιτικός ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός + κατάλ. άτον, πρβλ. δουκ άτον, κομιτ άτον] …   Dictionary of Greek

  • οσσατεύω — και φοσατεύω και φουσατεύω και φουσσατεύω και φωσατεύω Μ 1. στρατοπεδεύω 2. εκστρατεύω 3. στρατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοσ(σ)άτον / φουσ(σ)άτον / φώσ(σ)ατον παλαιότ. τ. τού φουσάτο] …   Dictionary of Greek

  • Τουταγχαμών — Αιγύπτιος φαραώ (2η χιλιετία π.Χ.) της 18ης δυναστείας, διάδοχος του Aχενατόν, του αιρετικού βασιλιά τον οποίο διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του, το 1358 π.Χ. Το όνομά του ήταν αρχικά Τουτανχ Ατόν (ζωντανή εικόνα του Ατόν) και τροποποιήθηκε σε Τουτ… …   Dictionary of Greek

  • Conjugaisons Du Grec Ancien (Tableaux)/Λύω Actif — Conjugaison du verbe λύω (« délier ») à la voix active. Modèle des verbes thématiques au radical terminé par ι et υ. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Sommaire 1 Indicatif 2 Impératif 3 …   Wikipédia en Français

  • Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/Λύω actif — Conjugaison du verbe λύω (« délier ») à la voix active. Modèle des verbes thématiques au radical terminé par ι et υ. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Sommaire 1 Indicatif 2 Impératif 3 …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»