-
1 ἀίω
ἀίω, nur praes. u. impft., hören, wahrnehmen, bemerken, fühlen; βοῆς ἀίοντες Od. 9, 401. 14, 266. 17, 435, φϑογγῆς ἀίοντι Iliad. 16, 508, ἀράων ἀίων (ἀίουσα) Iliad. 15, 378. 23, 199, ἀγγελίης ἀίουσα Od. 24, 48, ἄιεν ἰάχοντος Iliad. 11, 463, ὁππότ' ἐπὶ Τρώων ἀίοιεν ἰόντων Iliad. 10, 189; κτύπον ἄιε Iliad. 10, 532, ἄιον ὄπα Iliad. 18, 222; absolut ἄιε Ζεύς Iliad. 21, 388, οὐκ ἀίοντι ἐοικώς Iliad. 23, 430, ὰίοντες Od. 10, 118, ὁμῶς ἀίοντες Od. 24, 415; οὐκ ἀίεις ἅ τέ φησι ϑεὰ λευκώλενος Ἥρη Iliad. 15, 130, ἦ οὐκ ἀίεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος Ὀρέστης Od. 1, 298, οὐκ ἀίεις ὅ με – βάλεν Δἴας Iliad. 15, 248, οὐκ αίεις ὡς Τρῶες ἐπὶ ϑρωσμῷ πεδίοιο εἵαται ἄγχι νεῶν Iliad. 10, 160, οὐκ αίεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od. 18, 11; πληγῆς ἀίοντες, den Schlag fühlend, Iliad. 11, 532, vgl. Scholl. Aristonic.; ἐπεὶ φίλον ἄιον ἦτορ Iliad. 15, 252, s. Apoll. lex. Hom. 16, 1 u. unter ἀίσϑω; – Μοισᾶν Pind. P. 3, 91; ἐμοῠ Aesch. Pers. 625; Eur. Suppl. 822; τῶν μύϑ ων Soph. Phil. 1396; σοῠ πατρός, höre, d. i., gehorche deinem Vater, Ar. Nub. 1166; – κλέος Pind. I. 5, 24; γόον Aesch. Eum. 807; αὐδάν Soph. O. C. 240. Das α lang bei Hom. Iliad. 10, 532. 21, 388 ἄιε, 15, 252 ἄιον; bei den Attikern anceps, kurz Aesch. Ag. 55, lang in ἐπαΐω Soph. Ai. 1263. Vgl. ἐπαΐω.
См. также в других словарях:
ἄιε — ἄ̱ϊε , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄϊε , ἀίω 1 perceive pres imperat act 2nd sg ἄϊε , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίεν — ἀΐε̄ν , ἀίω 1 perceive pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄι' — ἄ̱ϊε , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄϊε , ἀίω 1 perceive pres imperat act 2nd sg ἄϊε , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
περιήγηση — η / περιήγησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιηγούμαι] νεοελλ. μσν. μετάβαση σε διάφορους τόπους για να τούς γνωρίσει κανείς και να επισκεφθεί τα αξιοθέατά τους, ο τουρισμός αρχ. 1. η ξενάγηση σε έναν χώρο 2. γεωγραφική περιγραφή («oἱ τὰς περιηγήσεις καί τοὺς… … Dictionary of Greek