-
1 ἀνεμόεις
ἀνεμόεις, εσσα, εν, vgl. ἠνεμόεις, lustig, Aesch. Ch. 584; αὔρα Soph. Trach. 949 [hier u. bei Pind. Ol. 1, 92, ἱστίον, u. 4, 8, ἶπος ἀνεμόεσσα Τυφῶνος, ist α lang, als dor. Form für ἠνεμόεις]; übertr., φρόνημα, der windschnelle Gedanke, Soph. Ant. 352, ch., nach Anderen minder gut = erhabene Weisheit; ὄχϑος, den Winden ausgesetzt, Eur. Heracl. 779.
-
2 ανεμοεις
-
3 ανεμόεις
-
4 ἀνεμόεις
-
5 ἀνεμόεις
1 windyΑἴτναν ἶπον ἀνεμόεσσαν Τυφῶνος ὀβρίμου O. 4.7
ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν (pr., i. e. to the wind) P. 1.92 -
6 ἀνεμόεις
ἀνεμόεις, lustig; erhabene Weisheit -
7 ανεμόεις
εσσα, εν см. ανεμόδαρτος -
8 ἀνεμόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεμόεις
-
9 ἠνεμόεις
ἠνεμόεις, εσσα, εν (poet. für ἀνεμόεις, w. m. vgl.), windig, lustig, dem Winde ausgesetzt, von hochgelegenen Orten, bes. von dem hochgelegenen Ilios, Il. 3, 305 u. öfter; Ἐνίσπη, 2, 606; vom Vorgebirge Mimas, Od. 3, 172, wie ἄκριας ἠνεμοέσσας 9, 400. 16, 365; πτύχας ἠνεμοέσσας, stürmische Bergschlüfte, 19, 432; von einem hohen Baume, ἐρινεός, Il. 22, 145. – Uebertr., φρόνημα ἠνεμόεν, s. ἀνεμόεις.
-
10 ηνεμοεις
-
11 ἠνεμόεις
A windy, airy,δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας Od.9.400
;προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Il.3.305
, etc.;πτύχας ἠνεμοέσσας Od.19.432
, cf. Tyrt.2.3, Pi.O.4.8, E.Heracl. 781 (lyr.); of Places, Call.Del.11, D.P.472; οὔρεα ἠ. Id.1129.2 of motion, rapid, rushing, codd. (lyr.); (lyr.); ;πέτευρον Man.6.444
; ἀνεμόεν φρόνημα high-soaring, airy thought, S.Ant. 354 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠνεμόεις
См. также в других словарях:
ανεμόεις — ἀνεμόεις, εσσα, εν (δωρ. τ. αντί ἠνεμόεις) (Α) 1. προσβαλλόμενος από τον άνεμο, ανεμοδαρμένος 2. γρήγορος σαν τον άνεμο 3. ψηλός, υψιπετής («ἀνεμόεν φρόνημα») … Dictionary of Greek
ἀνεμόεις — ἀ̱νεμόεις , ἠνεμόεις windy masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνεμόεις — ἠνεμόεις, δωρ. τ. ἀνεμόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι ἄκριας ἠνεμοέσσας», Ομ. Οδ.) 2. (για ιστίο) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα 3. (για κίνηση) ορμητικός, σφοδρός 4. γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς ἠνεμόεις» … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek