Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ᾰμευσιεπής

См. также в других словарях:

  • αμευσιεπής — ἀμευσιεπής, ές, (Α) αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι (< ἀμεύομαι + επὴς < ἔπος] …   Dictionary of Greek

  • ἀμευσιεπής — surpassing words masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμευσιεπῆ — ἀμευσιεπής surpassing words neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμευσιεπής surpassing words masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμευσιεπής surpassing words masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»