-
1 αμευσιεπής
-
2 ἀμευσιεπής
-
3 αμευσιεπης
-
4 ἀμευσιεπής
1 surpassing words, faster than words ἀμευσιεπῆ φροντίδα ( ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24. -
5 ἀμευσιεπής
ἀμευσιεπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμευσιεπής
-
6 ἀμευσιεπὴς
-
7 αμευσιεπή
ἀμευσιεπήςsurpassing words: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμευσιεπήςsurpassing words: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμευσιεπήςsurpassing words: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
8 ἀμευσιεπῆ
ἀμευσιεπήςsurpassing words: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμευσιεπήςsurpassing words: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμευσιεπήςsurpassing words: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
αμευσιεπής — ἀμευσιεπής, ές, (Α) αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι (< ἀμεύομαι + επὴς < ἔπος] … Dictionary of Greek
ἀμευσιεπής — surpassing words masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμευσιεπῆ — ἀμευσιεπής surpassing words neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμευσιεπής surpassing words masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμευσιεπής surpassing words masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek