-
1 ακατος
-
2 άκατος
-
3 ἄκατος
-
4 ἄκατος
ἄκατος, ἡ, 1) leichter, schnellsegelnder Nachen, Pind. N. 5, 2; εἰναλία P. 11, 40; Theogn. 457; ϑοά Eur. Or. 331 Hec. 443. Bei Her. 7, 186, der es als masc. braucht, Lastschiff, σιταγωγοί, wie Critias φορτηγοί, bei Athen. I, 28 c; auch Thuc. nennt es neben πλοῖα 7, 59. Vom Nachen des Charon, Hermesianax Ath. XIII, 597 b; ληϑαίη Bass. 1 (IX, 279); χϑονία Ant. Sid. 104 (VII, 464). – 2) Becher, Athen. XI, 782 f. vgl. Antiphan. Ath. XV, 692 f; Theop. com. XI, 501 f scheint den Telestes zu tadeln, der das Wort zuerst so brauchte, cf. B. A. 371, 5.
-
5 ἄκατος
1 light vessel, boat ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; P. 11.40ἀλλἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
-
6 ἄκατος
-
7 ἄκατος
-
8 ἄκατος
Grammatical information: f. (m.)Meaning: `light vessel' (Thgn.), `boat-shaped cup' (Com.)Derivatives: ἀκάτιον, also as `type of woman's shoe' (Ar.); ἀκάτειος, τὰ ἀκάτεια (sc. ἱστία) `small sail, from a minor mast' (X.); ἀκατίς f. `millepede' (Steph. Med.), see Strömberg, Gr. Wortstud. 11.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As a technical term prob. a loanword. Often, but without reason, connected with ἀκ- `sharp' (s. ἀκή). Diff. Winter Prothet. Vokal 12: to κητήνη πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (rather from κῆτος?);Page in Frisk: 1,51Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄκατος
-
9 άκατος
η катер -
10 άκατος
chaloupe -
11 τορπιλ(λ)άκατος
η торпедный катер -
12 τορπιλ(λ)άκατος
η торпедный катер -
13 chaloupe
άκατος -
14 bol
άκατος, πλοιάριο -
15 ακάτω
ἄκατοςlight vessel: masc /fem nom /voc /acc dualἄκατοςlight vessel: masc /fem gen sg (doric aeolic)——————ἄκατοςlight vessel: masc /fem dat sg -
16 ακατα
-
17 катер
-
18 ἀκάτειος
ἀκάτειος, ον, prop.A belonging to an ἄκατος, q. v.; esp.ἀ. ἱστός
foremast,IG
2.793, etc.; ἀ. κεραία yard belonging thereto, ib., cf. Poll. 1.91.II Subst. ἀκάτειον, τό, (sc. ἱστίον) small sail, opp. τὰ μεγάλα ἱστία, X.HG6.2.27, Epicr.10 (with play onἄκατος 11
), cf. Luc.Lex.15, J. Tr.46, Hist. Conscr.45; ἄρασθαι τὸ ἀ., i.e. take to flight, prob. l. for ἀκάτιον in Epicur.Fr. 163, cf. Ar.Lys.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκάτειος
-
19 acatus
acatus, ī, f. (ἄκατος) = acatium no. I (w.s.), Auson. ep. 22, 31. Tert. adv. Marc. 5, 1.
-
20 νεκρο-βαρής
νεκρο-βαρής, ἄκατος, mit Todten belastet, Crinag. 16 ( Plan. 273).
См. также в других словарях:
ἄκατος — light vessel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκατος — Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά,… … Dictionary of Greek
άκατος — η μεγάλη βάρκα εμπορικού ή πολεμικού πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορπιλ(λ)άκατος — η, Ν (στρ. ναυτ.) μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού διαμετρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + άκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Επιθεώρησις] … Dictionary of Greek
ἀκάτω — ἄκατος light vessel masc/fem nom/voc/acc dual ἄκατος light vessel masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοιο — ἄκατος light vessel masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοις — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοισι — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοισιν — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτου — ἄκατος light vessel masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτους — ἄκατος light vessel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)