-
1 ακερδεία
-
2 ἀκερδείᾳ
-
3 ακέρδεια
-
4 ἀκέρδεια
-
5 ἀκέρδεια
1 lack of profit, no gainἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
-
6 ἀκέρδεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκέρδεια
-
7 ακερδείας
ἀκερδείᾱς, ἀκέρδειαwant of gain: fem acc plἀκερδείᾱς, ἀκέρδειαwant of gain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἀκερδείας
ἀκερδείᾱς, ἀκέρδειαwant of gain: fem acc plἀκερδείᾱς, ἀκέρδειαwant of gain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ακέρδειαν
-
10 ἀκέρδειαν
-
11 θαμινά
1 oftenἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι Pae. 6.16
-
12 κακάγορος
1 speaking ill of others, slanderer ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους (Bergk: - όρος codd.) O. 1.53 -
13 λαγχάνω
λαγχάνω (aor. ἔλᾰχον, ἔλᾰχες, (ἔ)λᾰχε, ἐλᾰχομεν, λᾰχετε, λᾰχον; λᾰχών, -όντ- (α), -όντες, -οῖσα, -οῖσαι: pf. λέλογχας, λέλογχε(ν).)a have alloted to one, win as one's own c. acc. υἱόν· ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία schema pindaricum O. 9.15τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.61
ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον (sc. Ῥαδάμανθυς) P. 2.74ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ P. 5.96
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88
τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (Bergk e Σ: ἔλαβες codd.) N. 3.31ἄνευ σέθεν οὐ φάος οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.4
φυᾷ δἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες N. 7.54
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
παῖ Ῥέας ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49
πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (v. l. λαχοῦσαι: sc. dryad nymph.) fr. 165. Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι, τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (sc. στεφάνους) N. 10.27 c. dupl. acc., ( Ἡρακλέα)ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.70
c. acc. & inf. expl.,λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (sc. Χρομίος: v. Radt, Mnem., 1966, 154ff.) N. 1.24 met.,πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον O. 10.88
Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
b c. gen.Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι Χάριτες O. 14.2
Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
<οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, οὐ στασίων> (supp. et add. e cod. Plutarchi et Σ Π Blass) Πα... ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν (sc. θεοί: λάχει v. l. in codd. Dion. Hal., unde λαχεῖν coni. Usener) fr. 75. 6.c frag. ] λάχον κ[ fr. 140a. 76 (50). -
14 λαγχάνω
A ; [dialect] Ion. λάξομαι (cf. λάξις) Hdt.7.144: [tense] aor.ἔλᾰχον Il.9.367
, etc.; [dialect] Ep.ἔλλαχον h.Cer.87
, v.l. for ἔλλαβεν in Theoc.25.271; [dialect] Ep.λάχον Il.4.49
, al.; [dialect] Aeol. opt. [ per.] 1sg.λαχόην Sapph.9
(λαχοίην A.D. Synt.247.25
); for λέλᾰχον v. infr. IV: [tense] pf. , 423, etc.: [tense] plpf. ; poet. and [dialect] Ion.λέλογχα Pi.O.1.53
, B.9.39, Emp.20.3, E.Tr. 282 (lyr.), Hdt.7.53, Test. ap.D.21.82, D.H.4.83, etc., but not in early [dialect] Att. Prose; [ per.] 3pl. λελογχᾰσι ([etym.] ν) Od.11.304, Emp.102, butλελᾰχᾱσι Id.115.5
; part.λελαχώς Phld.D.1.17
; [dialect] Dor. [ per.] 3sg.λελόγχει Theoc.4.40
: [tense] plpf.ἐλελόγχει Luc. Am.18
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐλήχθην Lys.17.8
, Is.9.24, D.38.20: [tense] pf. , D.30.34; [ per.] 3pl.λελάχαται Perict.
ap. Stob.4.28.19:I c. acc. rei, obtain by lot, of spoils, opp. ἐξαιρεῖσθαι, Od.14.233, cf. Il. 9.367, etc.: generally, obtain as one's portion, ;λαχόντα τε ληΐδος αἶσαν 18.327
;πρὸς δαιμόνων ὄλβον Pi. N.9.45
;μέζονας μοίρας λ. Heraclit.25
;μοῖραν ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον Od.20.282
, cf. Hdt.7.144: with inf. added, ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν I had the sea for my portion to dwell in, Il.15.190, cf. Pi.O. 6.34, A.Eu. 931 (anap.); , cf. 282 (lyr.); of a deity as presiding over one's life,ἐμὲ μὲν Κὴρ.. λάχε γεινόμενόν περ Il.23.79
;τῶ σκληρῶ μάλα δαίμονος ὅς με λελόγχει Theoc. 4.40
;δαίμων ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχώς Lys.2.78
;ὦ δαῖμον, ὅς με.. εἴληχας Alciphr.3.49
: also, esp. in [tense] pf., to be the tutelary deity of a place, protect it. [Πὰν] πάντα λόφον.. λέλογχε h.Hom.19.6
;θεοῖσι οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι Hdt.7.53
;παῖ Ῥέας, ἃ πρυτανεῖα λέλογχας Pi. N.11.1
; of Athena,ἣ τὴν ὑμετέραν πόλιν ἔλαχε Pl.Ti. 23d
, cf. E.Or. 319 (lyr.), Ph. 1576 (lyr.): metaph.,ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρος Pi.O.1.53
: freq. of persons who have a post assigned to them by lot,κλήρῳ νῦν πεπάλασθε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσι Il.7.171
, cf. 179, 23.354, 862: c. inf.,κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι 24.400
; soπάλῳ λαχεῖν A.Th.55
, Hdt.4.94, cf. 3.128; : abs., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Δύκιοι had their post assigned near Thymbra, Il.10.430; ἐπί, ἐν πύλαις λ., A.Th. 423, 451, etc.; λαχών alone, Hdt.3.128, etc.; λ. τινὰ διδάσκαλον have him assigned to one by lot, Antipho 6.11.2 at Athens, obtain an office by lot, ἀρχὰς λαχεῖν, opp. χειροτονηθῆναι (to be elected), D.57.25, cf.Ar.Av. 1111;οὐδεμίαν [ἀρχὴν] λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθείς Aeschin.1.106
: more freq. c. inf., ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν he who had the lot to be polemarch, Hdt.6.109;ἔλαχον πρότεροι ἀποδιδόναι Th.5.21
, cf. 35;λαχὼν.. ἱερομνημονεῖν Ar.Nu. 623
; λαχόντος βουλεύειν when I became Member of Council by lot, D.21.111, cf. 59.3, Pl.Grg. 473e: c. gen., λαχεῖν τῶν ἐξιόντων to be chosen by lot as one of.., D.21.133; alsoοἱ ταμίαι οἱ λαχόντες IG12.91.21
; λαχεῖν βασιλεύς, ἐπιμελητής, ἱερεύς, etc., Lys.6.4, Din.2.10, D.57.47, etc.;ἐπίσκοπος τῷ κυάμῳ λαχών Ar.Av. 1022
; οἱ πεντακόσιοι <οἱ> λαχόντες τῷ κυάμῳ Lexap.And.1.96: abs., κληρούχους τοὺς λαχόντας those on whom the lot fell, Th.3.50, cf. Pl.Lg. 765c; (Athens, iii B. C.); rare exc. in Athens, λαχὼν ἱερεύς ib.762.12 (Dionysopolis, i B. C.), etc.3 as [dialect] Att. law-term, λαγχάνειν δίκην obtain leave to bring a suit (esp. a private suit), prob. because the presiding magistrates decided the order of hearing by lot; λ. δίκην τινί against one, Pl.Euthphr.5b, Lg. 938b, cf. Aeschin.2.99;ἔγκλημά τινι D.34.16
; τὸν εἰληχότα τοῦ κλήρου τὴν δίκην the person suing for the inheritance, Is.8.3: without τὴν δίκην, εἴληχε μὲν αὑτῷ τῆς θυγατρὸς τῆς Εὐκτήμονος ὡς οὔσης ἐπικλήρου he has claimed Euctemon's daughter.., Id.6.46, cf. D.48.20;λ. τινὶ τοῦ συμβολαίου Lys.17.3
;λ. φόνου ἐμαυτῷ D.21.120
; also λ. τῷ υἱεῖ τῆς ἐπικλήρου prosecute the claim on his son's behalf, And.1.121, cf. 124;λ. δίκην τινὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας χιλίων ταλάντων ὑπέρ τινος D. 59.98
, cf. Isoc.16.2: abs.,λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Is.11.33
: metaph.,τοῦ σώματος [τῇ ψυχῇ] δίκην λαχόντος Democr.159
:—[voice] Pass.,πρὸς οὓς αἱ δίκαι ἐλήχθησαν Lys.17.8
;πρὸ τοῦ τὴν δίκην ληχθῆναι D.54.28
: impers., τούτοις λαγχάνεται proceedings are taken, Id.23.76.II c. gen. partit., become possessed of a thing, ;ἔλαχον κτερέων Od.5.311
, cf. Thgn.934, Pi.I.8(7).69, Fr.75.6, B.1.56, 9.39, Lyr.Adesp.53, Emp.102, 115.5, Democr.21;εὖ πραπίδων λαχόντα A.Ag. 380
(lyr.);χρυσῆς.. τιμῆς λαχεῖν S.Ant. 699
; ; γένναςἀφθίτου λαχόντες Id.Fr. 278
;διπλοῦ βίου λαχόντες E.Supp. 1086
; πατρῴων οὐ λαχών not having obtained thy patrimony, Id.Tr. 1192;τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς Th.2.44
;δείπνου τε καὶ ὕπνου λαγχάνομεν X.Hier.6.9
; also ;γάμου μέρος λαχοῦσα Id.Ant. 918
;τύμβου κοινὸν εἰληχὼς μέρος Id.El. 1135
;τῆς γῆς τὸ πρὸς Νότον εἴληχε Παλλάς Id.Fr.24.8
.III abs., draw lots,κατάστασις ἡ διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένη Isoc.7.23
, cf. D.S. 4.63, etc.;περί τινος D.21
Arg.2<*><*> 3, 4, Ev.Jo.19.24.IV causal only in [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. λέλᾰχον, put in possession of a thing, grant one the rights of..,ὄφρα πυρός με Τρῶες.. λελάχωσι θανόντα Il.7.80
, cf. 15.350, 23.76: later this [tense] aor. is used intr. in AP7.341 (Procl.).V intr., fall to one's lot or share, ἐς ἑκάστην [νῆα] ἐννέα λάγχανον αἶγες nine goats were allotted to each, Od.9.160;αἰὼν δυσαίων ἔλαχεν E. Hel. 214
(lyr.);ὅσοις.. τὸ σωφρονεῖν εἴληχεν Id.Hipp.80
;τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Pl.Lg. 745e
, cf. Epin. 992d;τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν φασι Δευκαλίωνι Str.9.5.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγχάνω
См. также в других словарях:
ἀκερδείᾳ — ἀκερδείᾱͅ , ἀκέρδεια want of gain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέρδεια — ἀκέρδεια, η (Α) [ἀκερδής] η έλλειψη κέρδους, η ζημιά … Dictionary of Greek
ἀκέρδεια — want of gain fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερδείας — ἀκερδείᾱς , ἀκέρδεια want of gain fem acc pl ἀκερδείᾱς , ἀκέρδεια want of gain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρδειαν — ἀκέρδεια want of gain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακερδής — ές (Α ἀκερδής) αυτός που δεν φέρνει κέρδος «ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d) αρχ. 1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1) 2. ἀκερδῶς επίρρ. χωρίς κέρδος, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
ακερδία — ἀκερδία, η (Μ) [ἄκερδος] η ακέρδεια … Dictionary of Greek