Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ᾤκησαν

  • 1 ώκησαν

    ἄ̱κησαν, ἀκέω
    aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ——————
    οἰκέω
    inhabit: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > ώκησαν

  • 2 ὤκησαν

    Βλ. λ. ώκησαν

    Morphologia Graeca > ὤκησαν

  • 3 ᾤκησαν

    Βλ. λ. ώκησαν

    Morphologia Graeca > ᾤκησαν

  • 4 οἰκέω

    οἰκέω (οἰκεῖ, -έοισι; οἰκέων, -έοντας; οἰκεῖν: impf. ᾤκει: aor. ᾤκησαν.)
    1 dwell (in) abs., c. acc., c. dat., c. prep.

    λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34

    ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος P. 3.34

    νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν P. 9.8

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι P. 10.43

    τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.64

    χώρας Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν N. 3.14

    πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν N. 7.9

    οὐ μέμψεταί μ' ἀνήρ, Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων N. 7.65

    ἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.58

    [< οἰκεῖν> supp. Benedictus N. 10.84]

    Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος I. 1.31

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων I. 4.19

    σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.42

    ἡροίαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις of Neoptolemos, buried in the Pythian sanctuary N. 7.47

    Lexicon to Pindar > οἰκέω

  • 5 ώικησαν

    ᾤκησαν, οἰκέω
    inhabit: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > ώικησαν

  • 6 ὤικησαν

    ᾤκησαν, οἰκέω
    inhabit: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > ὤικησαν

  • 7 ἵνα

    1 where

    ἐν δρόμοις Πέλοπος, ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται O. 1.95

    Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες παραπειρῶνται Διὸς O. 8.2

    Πρωτογενείας ἄστει ἵν' δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.42

    ἄντροθε γὰρ νέομαι ἵνα Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναίP. 4.103πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις πρόφρων· ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεταιP. 9.56Λιβύας· ἵνα καλλίσταν πόλιν ἀμφέπειP. 9.69

    χώρας Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν N. 3.13

    οἴκαδε, πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν

    ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.77

    ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν, Ὀρσοτριαίνα /

    ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις N. 4.87

    ᾤχετο δὲ πρὸς θεὸν · ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42

    ἄλσος· ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28

    ἵνα λεχέων ἐπ' ἀμβρότων φ[ Pae. 6.140

    ]αν ἵν ἀγλαοχαίταν[ Πα. 7e. 2.

    ἵναο[ Pae. 8.93

    ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8

    Lexicon to Pindar > ἵνα

  • 8 Μυρμιδόνες

    Μυρμῐδόνες the earliest inhabitants of Aigina, who emigrated with Peleus to Thessaly. ( χώρας) Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν Aigina N. 3.13 εἶδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων (sc. Νεοπτόλεμος, in Phthia in Thessaly) Pae. 6.107 cf.
    1

    Μυρ[ Pae. 6.143

    Lexicon to Pindar > Μυρμιδόνες

  • 9 πρότερος

    πρότερος (-ων; -ᾳ, -αις, -ας; -ον).
    a in former times, early

    κραίνων ἐφετμὰς Ἡρακλέος προτέρας O. 3.11

    ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72

    ἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι O. 10.78

    ἐκ προτέρων καμάτων P. 3.96

    ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ P. 8.48

    χώρας Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν N. 3.13

    b pro subs., men of old

    σὲ δ' ἀντία προτέρων φθέγξομαι O. 1.36

    μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω (v. l. πρότερον) N. 3.52
    c n. s. pro adv.

    ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31

    δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέραςP. 4.25

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς P. 6.28

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον, ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.37

    Lexicon to Pindar > πρότερος

См. также в других словарях:

  • ὤκησαν — ἄ̱κησαν , ἀκέω aor ind act 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾤκησαν — οἰκέω inhabit aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤικησαν — ᾤκησαν , οἰκέω inhabit aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ELYMI — Poenorum socii, de quibus Thucydides: Μοτύην καὶ Σολόεντα καὶ Πάνορμον ἐγγὺς τῶ Ε᾿λύμων συνοικίσαντες ενέμοντο ξυμμαχίᾳ τὲ πίσυροι τῶ Ε᾿λύμων. Hinc in Pausaniae Phocicis, qui Pachynum pro Lilybaeo iam semel usurpavit, Antiochus Syracusanus inter… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OENOTRI — populi Italiae tractum illium inter Paestum, ac Tarentum incolentes, quorum regio Oenotria, partem Lucaniae, Brutiorum, et Magnae Graeciae complectens. Virg. Aen. l. 1. v. 531. Est locus, Hesperiam Graii cognomine dicunt; Terra antiqua, petens… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TELCHINIA — Peloponnesi urbs. Sicyon postea dicta, Steph. a Telchinibus, quos una cum Caryatis bellum intulisse Phoroneo et Parrhasiis, legas apud Syncellum. Postea Apin, Phoronei fil. Thelxionis et Telchinis insidiis peremptum, tradit Apollodorus, l. 2.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… …   Dictionary of Greek

  • λοιμώσσω — λοιμώσσω, αττ.τ. λοιμώττω (Α) [λοιμός] πάσχω από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ τότε λοιμώξαντες ᾤκησαν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + επίθημα ώσσω, δηλωτικό ρ. ασθένειας (πρβλ. λαιμ ώσσω, μαιμ ώσσω)] …   Dictionary of Greek

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

  • παρέκ — και παρέξ και πάρεξ Α 1. (ως πρόθ.) 1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ. β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.) β) λίγο πιο έξω γ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα 2. (ως καταχρ.) εκτός από,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»