Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ᾄσματος

См. также в других словарях:

  • ἄσματος — ἄσμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾄσματος — ἄεισμα neut gen sg ᾆσμα song neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέκβρασμα — άσματος, τὸ, Α μτφ. ακάθαρτος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκβρασμα] …   Dictionary of Greek

  • περίπλασμα — άσματος, το, ΝΜΑ [περιπλάσσω] νεοελλ. βιολ. λεπτό περιφερειακό στρώμα τού κυτταροπλάσματος τού αβγού τών εντόμων που διακρίνεται από το κεντρικό ωόπλασμα μσν. αλοιφή, επίχρισμα («τὸ ἐκ ψιμυθίου περίπλασμα», Ευστ.) αρχ. μτφ. το ανθρώπινο σώμα («μὴ …   Dictionary of Greek

  • προπαρασκεύασμα — άσματος, τὸ, Α [προπαρασκευάζω] προετοιμασία …   Dictionary of Greek

  • προσκέπασμα — άσματος, τὸ, Α 1. προκάλυμμα 2. προφυλακτικό σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκέπασμα] …   Dictionary of Greek

  • προσκίασμα — άσματος, τὸ, Μ 1. σκέπασμα, κάλυμμα για σκιά 2. μτφ. πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκίασμα] …   Dictionary of Greek

  • προφοίβασμα — άσματος, τό, Α [προφοιβάζω] χρησμός, προφητεία …   Dictionary of Greek

  • πρόνοιασμα — άσματος, τὸ, Μ [προνοιάζω] η παραχώρηση βυζαντινής πρόνοιας, τιμαρίου («κι ἂν κάμῃ χρεία προνοιάσματα ἢ εὐεργεσίες νὰ ποιήσῃς», Χρον. Μoρ.) …   Dictionary of Greek

  • πρόπασμα — άσματος, τὸ, Α θεραπευτική αλοιφή ή σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάσμα (στην ιατρ.) «ειδική σκόνη» (< πάσσω «πασπαλίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • πύκασμα — άσματος, τὸ, Α [πυκάζω] οτιδήποτε είναι πυκνό ή καλυμμένο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»