-
41 βοστρυχώδης
βοστρῠχ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοστρυχώδης
-
42 βουλιμώδης
βουλῑμ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουλιμώδης
-
43 βρεφώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρεφώδης
-
44 βριμώδης
βρῑμ-ώδης, ες,A grim, stern, dub. in Herm. ap. Stob. 1.49.45 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βριμώδης
-
45 βυρσώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσώδης
-
46 βωλώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωλώδης
-
47 γαγγραινώδης
γαγγραιν-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαγγραινώδης
-
48 γαλακτώδης
γᾰλακτ-ώδης, ες,A = γαλακτοειδής, ὑγρότης Arist.HA 540b32;γ. τροφή Id.PA 692a15
;χυμός Thphr.CP6.4.1
.2 milk-warm, tepid, Herod.Med. ap. Orib.5.30.38, Antyll.ib.9.23.9, Alex.Trall.Febr. 4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτώδης
-
49 γαλεοειδής
γᾰλεο-ειδής, ές, (Aγαλεός 1
) of the shark kind,οἱ γ. Arist.HA 565a20
:—more usu. [suff] γᾰλεο-ώδης ib. 505a5, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλεοειδής
-
50 γανόω
A make bright, polish, Plu.2.74e: metaph., τὰ πράγματα τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ib.683e:—metaph. in [voice] Pass.,ἀληθείας φωτὶ γεγανωμένα Dam.Pr.33
,cf.26;ὰὴρ.. ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3
; glorified,Epigr.Gr.
985 ([place name] Philae); make glad, delight,τὴν ψυχήν Ph.1.121
:—[voice] Pass., to be made glad, exult,ταῦθ' ὡς ἐγανώθην Ar.Ach.7
, Ph.1.c., al.:—esp. [tense] pf. part. [voice] Pass. γεγανωμένος bright,χλανίς Phld.Vit.p.21
J.; glad-looking,στίλβων καὶ γεγανωμένος Anacr.13
A; γεγ. ὑπὸ τῆς ᾠδῆς, under the glamour of song, Pl.R. 411a, cf. Phld.Mort.13, Plu.2.42c; γεγ. καὶ ἀνθηρός, of oratorical style, Id.TG2.II tin, lacker,ἀγγεῖον γεγανωμένον Crito
ap.Gal.12.490;γ. τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55
, cf. Eust.1188.61. -
51 γανώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γανώδης
-
52 γεωργώδης
γεωργ-ώδης, ες,A agricultural, Plu. 2.8b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωργώδης
-
53 γιγαρτώδης
γιγαρτ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγαρτώδης
-
54 γιγγλυμώδης
γιγγλῠμ-ώδης, ες,A = γιγγλυμοειδής, Arist.HA 529a32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγλυμώδης
-
55 γλαυκώδης
γλαυκ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκώδης
-
56 γνοφώδης
γνοφ-ώδης, ες,A dark, gloomy, ib.Pr.7.9, Ph.2.109, Plu.2.949a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνοφώδης
-
57 γογγυλώδης
γογγῠλ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γογγυλώδης
-
58 γονατώδης
γονᾰτ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γονατώδης
-
59 γριφώδης
γριφ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γριφώδης
-
60 γυναικώδης
γῠναικ-ώδης, ες,A woman-like, womanish,τὸ ἀγεννὲς καὶ γ. Plb.2.56.9
, cf. D.S.2.24, Ph.1.366;ἄνανδρα καὶ γ. πάθη Plu.Sol.21
:- ῶδες φθέγγεσθαι Luc.Nigr.11
. Adv. - δῶς Sch.Ar.Th. 575.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικώδης
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ᾠδῆς — ἀοιδή song fem gen sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδῇς — ἀοιδή song fem dat pl (attic epic) ᾠδή song fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾤδης — οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg οἰδέω swell imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
παλινωδία — Η επανάληψη μιας ωδής ή η αναίρεση του περιεχομένου της με άλλην. Εισηγητής της π., κατά την παράδοση, ήταν ο Στησίχωρος. Ο Στησίχωρος έβρισε με μιαν ωδή την Ελένη και έχασε το φως του. Θεωρώντας το γεγονός ως τιμωρία, έγραψε μιαν άλλη εξυμνητική … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek
ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek
ζεφυρώδης — ζεφυρώδης, ες (Μ) με δυτικό ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ζοφ ώδης, νευρ ώδης] … Dictionary of Greek
ζιζανιώδης — ζιζανιώδης, ῶδες (Α) (μτφ. για τις αιρέσεις) αυτός που μοιάζει με ζιζάνιο. επίρρ... ζιζανιωδῶς (Α) με τρόπο ζιζανίου, σαν ζιζάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κατάλ. ώδης, πρβλ. ακανθ ώδης, τρικυμι ώδης] … Dictionary of Greek