-
1 γιγγλυμοειδής
γιγγλῠμο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγλυμοειδής
-
2 γιγγλυμοειδές
γιγγλυμοειδήςlike a hinge: masc /fem voc sgγιγγλυμοειδήςlike a hinge: neut nom /voc /acc sg -
3 γιγγλυμοειδούς
-
4 γιγγλυμοειδοῦς
-
5 γιγγλυμοειδώς
-
6 γιγγλυμοειδῶς
-
7 γιγγλυμώδης
γιγγλῠμ-ώδης, ες,A = γιγγλυμοειδής, Arist.HA 529a32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγλυμώδης
См. также в других словарях:
γιγγλυμοειδής — γιγγλυμοειδής, ές (Α) όμοιος με γίγγλυμο … Dictionary of Greek
γιγγλυμοειδές — γιγγλυμοειδής like a hinge masc/fem voc sg γιγγλυμοειδής like a hinge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλυμοειδοῦς — γιγγλυμοειδής like a hinge masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλυμοειδῶς — γιγγλυμοειδής like a hinge adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλυμώδης — γιγγλυμώδης, ες (Α) [γίγγλυμος) ο γιγγλυμοειδής … Dictionary of Greek