-
1 βωλοειδής
βωλοειδήςcloddy: masc /fem nom sg -
2 βωλοειδής
βωλο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωλοειδής
-
3 βωλοειδώς
-
4 βωλοειδῶς
-
5 βωλώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωλώδης
См. также в других словарях:
βωλοειδής — βωλοειδής, ές (Α) (για τόπο) αυτός που έχει βώλους, εύφορος … Dictionary of Greek
βωλοειδής — cloddy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλοειδῶς — βωλοειδής cloddy adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek