-
1 πεντηκοντ-όργυιος
πεντηκοντ-όργυιος, von funfzig Klaftern, Her. 2, 149.
-
2 πεντηκοντόργυιος
См. также в других словарях:
τριακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριάντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντηκοντ όργυιος)] … Dictionary of Greek