-
61 σανδαλίσκος
σανδαλ-ίσκος, ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ -κον Blass):—also [full] σαμβᾰλίσκος, ὁ, heterocl. pl. - ίσκα, Hippon.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σανδαλίσκος
-
62 σεληνίσκος
σελην-ίσκος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεληνίσκος
-
63 σιδηρίσκος
A spatula, Supp. Epigr.1.414 (Crete, v/iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρίσκος
-
64 σινδονίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σινδονίσκος
-
65 σκελίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκελίσκος
-
66 σπληνίσκος
Aσπληνίον 1
, Hp.Morb.2.18:—also [full] σπληνίσκον, τό, Michel 832.24, al. (Samos, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπληνίσκος
-
67 σταμνίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταμνίσκος
-
68 στατηρίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στατηρίσκος
-
69 στεφανίσκος
στεφᾰν-ίσκος, ὁ, Dim. of στέφανος, Anacr.54, Anacreont.42.15, SIG1106.122 (Cos, iv/iii B.C.), Dsc.1.30.4, Longus 1.9, al.: also [suff] στεφᾰν-ίσκη, ἡ, Theognost.Can.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανίσκος
-
70 στροφίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφίσκος
-
71 στυλίσκος
II = στυλίς 11, Eust.1039.38.III small stanchion, Hero Bel.88.1; also, small pillar on which to mount an astronomical instrument, Procl.Hyp.3.19: dub. sens. in IG11 (2).161 B101 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίσκος
-
72 σφηκίσκος
σφηκ-ίσκος, ὁ,II roof-timber, rafter, IG12.372.81, 22.1668.53, Plb.5.89.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφηκίσκος
-
73 σφηνίσκος
II wedge-shaped plug, pledget for the nose, Paul.Aeg. 2.58.III Math., an irregular truncated pyramid, with v.l. σφηκίσκος, Hero *Deff.114, cf. *Stereom.1.25: cf. βωμίσκος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφηνίσκος
-
74 σωληνίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωληνίσκος
-
75 ταλαρίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαρίσκος
-
76 τραγίσκος
A young he-goat, Theoc.5.141, AP9.317: also [suff] τρᾰγ-ίσκιον, Hsch. s.v. ἐξάγω κῶλον τραγίσκιον (a game played at Tarentum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγίσκος
-
77 Τριτωνίσκος
Τρῑτων-ίσκος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τριτωνίσκος
-
78 τυρίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρίσκος
-
79 φιαλίδιον
φῐᾰλ-ίδιον, τό, Dim. of φιάλη, Hero Spir.1.12:—also [suff] φῐᾰλ-ιον, τό, Eub.69, Arist.Mir. 832b26, IG7.303.58 (Orop.), 11(2).161B27, al. (Delos, iii B. C.), etc.; [suff] φῐᾰλ-ίς, ίδος, ἡ, Luc.Lex.7; [suff] φῐᾰλ-ίσκη, ἡ, [dialect] Dor. [suff] φῐᾰλ-ίσκα, Schwyzer182a8 (Gortyn, v/iv B. C.), Sch.Ar.Ra. 1403; [suff] φῐᾰλ-ίσκος, ὁ, prob. in BSA18.184 (Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιαλίδιον
-
80 φορμίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορμίσκος
См. также в других словарях:
Ἰσκός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
ισκός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας. 1. Ανδρέας (ή Καραΐσκος). Η οικογένειά του υπηρετούσε στα αρματολίκια της περιοχής και ο ίδιος υπηρέτησε στην Αυλή του Αλή πασά. Πήρε μέρος στις εκστρατείες του Ομέρ… … Dictionary of Greek
Ἰσκῶν — Ἰσκός of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονίσκος — ο (υποκορ. τού ηγεμόνας) 1. μικρός ηγεμόνας, άρχοντας μικρής χώρας 2. ο μικρός σε ηλικία ηγεμόνας 3. ηγεμόνας χωρίς αξία, χωρίς αξιοπρέπεια, ανίσχυρος 4. μτφ. προϊστάμενος με σατραπική συμπεριφορά προς τους υπαλλήλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών,… … Dictionary of Greek
ηλίσκος — ἡλίσκος, ὁ (Α) μικρό καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλ τού ήλος «καρφί» + υποκορ. κατάλ. ισκος (πρβλ. ακμον ίσκος, λυχν ίσκος)] … Dictionary of Greek
ηνίσκος — ἡνίσκος, ὁ (Α) μικρό δερμάτινο λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος] … Dictionary of Greek
θαλαμίσκος — ο (υποκορ. τού θάλαμος) 1. μικρός θάλαμος, δωματιάκι 2. αστροναυτ. διαμέρισμα επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό τού οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. υποκορ. ισκος (πρβλ. λοφ ίσκος, υπαλληλ ίσκος). Η … Dictionary of Greek
θαμνίσκος — θαμνίσκος, ό (Α) μικρός θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αμφορ ίσκος, λυκ ίσκος)] … Dictionary of Greek
θολίσκος — ο μικρός θόλος, θόλος μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. λυκ ίσκος, οβελ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Παναγ. Ρομπότη] … Dictionary of Greek
θυλακίσκος — θυλακίσκος, ὁ (Α) 1. καλάθι ψωμιού, σακούλι 2. θυλάκιο, μικρός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek