-
1 γενέθλη
I of persons, race, stock, family, c. gen. pers.,Παιήονός εἰσι γενέθλης Od.4.232
, cf. 13.130; σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης of thy race by blood, Il.19.111; γενέθλην by birth or origin,ἦν δὲ γ. Ἴκιος Call.Aet.1.1.7
; of horses, breed, stock, Il.5.270;θηρῶν γ. h.Hom.27.10
;τῶν ἀλιθίων ἀπείρων [ἐστὶ] γενέθλα Simon.5.6
.2 generation, age,οὔ τι παλαιόν, ἐφ' ἡμετέρῃ δὲ γενέθλῃ Opp.H.5.459
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέθλη
-
2 κριβανίκιος
κρῑβᾰν-ίκιος, ον,A = κριβανίτης, Ath.3.113b (κλ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριβανίκιος
-
3 στρεπτίκιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρεπτίκιος
-
4 ἐπικυλίκειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικυλίκειος
-
5 πίνη
Grammatical information: f.Meaning: `pen shell', late also `pearlshell, pearl' (com., Arist., pap.).Other forms: younger πῖνα (Solmsen Wortforsch. 255; codd. most - νν- against - ν- in pap. a. inscr.).Compounds: Some compp., e.g. πινο-τήρης m. "pen shell-guard", name of a kind of crayfish (S., Ar., Arist. a.o.), ἀληθινό-πινος `consisting of real pearls' (pap. IIp).Derivatives: πιν-άριον `pearlshell, pearl' (pap.), - ικόν `pearl' with - ίκιος `of pearls' (Peripl. M. Rubr.), - ινος `belonging to the πίνη' with λίθος = `pearlshell' (LXX), - ώτιον `earring made of pearls' (pap. IIIp); prob haplolog. for *πιν-[εν]ώτιον.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Mediterranean word of unknown origin. Lewy KZ 55, 28 recalls Hebr. pĕnin `coral'. -- I.e. Pre-Greek (not in Furnée).Page in Frisk: 2,539-540Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πίνη
См. также в других словарях:
κλιβανίκιος — και κριβανίκιος, ον (Α) (για άρτο) ο ψημένος σε κλίβανο, σε φούρνο («κλιβανίκιος δὲ καὶ φουρνάκιος χαίρουσιν ἁπαλωτέρα τῇ ζύμῃ», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος και κρίβανος + επίθημα ίκιος (πρβλ. φουρν ίκιος)] … Dictionary of Greek
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
φωτίκια — τα, Ν τα βαπτιστικά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φως, φωτός + κατάλ. ίκια, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικιος (πρβλ. συχαρ ίκια)] … Dictionary of Greek