-
21 γραίδια
γραίδιονold hag: neut nom /voc /acc plγρᾱΐδια, γραίδιονold hag: neut nom /voc /acc pl -
22 θαιματίδια
-
23 θαἰματίδια
-
24 ιδιάσαι
ἰδιά̱σᾱͅ, ἰδιάζωto be alone: fut part act fem dat sg (doric)ἰδιάζωto be alone: aor inf actἰδιάσαῑ, ἰδιάζωto be alone: aor opt act 3rd sg -
25 ἰδιάσαι
ἰδιά̱σᾱͅ, ἰδιάζωto be alone: fut part act fem dat sg (doric)ἰδιάζωto be alone: aor inf actἰδιάσαῑ, ἰδιάζωto be alone: aor opt act 3rd sg -
26 ιδίαι
-
27 ἰδίαι
-
28 ιδίαν
-
29 ἰδίαν
-
30 ιματίδια
-
31 ἱματίδια
-
32 ναίδια
νᾱΐδια, ναίδιονneut nom /voc /acc pl -
33 χρυσίδια
χρῡσ̱ίδια, χρυσίδιονa small piece of gold: neut nom /voc /acc pl -
34 ἐπικώμιος
1 celebrating a victoryἹπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
n. pro subs., victory song, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. οἱ Βασσίδαι) N. 6.32 -
35 ἐρευνάω
1 findεὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν O. 13.113
ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς (sc. Ἡρακλέης) N. 3.24 ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20. οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί (sc. ἀνήρ: Boeckh: ἐρευνᾶσαι Stob. codd., Clem. Alex.) fr. 61. 4. ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος ( ἐρευνάσατο v. l.) fr. 109. 2. -
36 καταβαίνω
καταβαίνω (καταβαίνει; -ων; -ειν: impf. κατέβαινε: aor. κατέβαν, -έβα; καταβαίς, -βάντ(ι), -βάντα, -βάντες, -βάντε. cf. Radt on Pae. 2.34)a lit., go down c. acc., dat., ἐπὶ, εἰς c. acc. Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε (Turyn: - βάς codd.) O. 6.58Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.43
εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.11
πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς (Turyn: - βάς codd.) P. 4.22 ( Βάττον) “ Πύθιον ναὸν καταβάντα” entering P. 4.55 Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες, ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι entering P. 11.49 βαρὺ δέ σφιν νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (Turyn: καββάς codd.) N. 6.51b arrive at one's destination.I c. (ἐς +) acc. ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος (sc. Ἡρακλέης) N. 3.25κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος Pae. 6.13
μοι ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.60
ἐς δ Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος P. 4.188
II abs., after a sea voyage. καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν sc. to Rhodes O. 7.13 τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων sc. to Sicily P. 3.73III met., arrive, win through, attain one's goalἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ. σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.42
μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.34
c dub., causal, bring down δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic distinx. codd.: ἀντὶ τοῦ καταβαίνειν ποιεἰ Σ: post χειρῶν distinxit Bergk, qui κατάβαιν vel καταβαίνειν coni.) P. 8.78d frag., ]ενει κατεβα[ Πα. 13. b. 16. κατεβα[ fr. 59. 4. -
37 ναυστολέω
1 carry cargoes of c. acc., met. παλαίφατος γενεά, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (the Bassidai) N. 6.32 -
38 ὁπᾷ
a how, exclamatory. νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (sc. ὁρᾶτε, simm.) O. 10.10—11.b rel., to the point whereἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος N. 3.25
c how, introducing indir. quest.τὸ δὲ σαφανὲς κατέφρασεν, ὁπᾷ ἔθυε καὶ πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν O. 10.56
-
39 πόμπιμος
1 sending back c. gen. ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος i. e. arrived at the end point that sent him back on his homecoming (contra v. d. Mühll, MH 1968, 230.) N. 3.25 -
40 ῥοά
a stream, currentὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
παρ' Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36 Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ (Wil.: τε ποταμοῦ ῥοαὶ Π.) fr. 70. 2 ἰδίᾳ τἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς N. 3.25
b met. προμαθείας δ' ἀπόκινται ῥοαί (join προμαθείας ῥοαί) N. 11.46 met. of song, cf. N. 7.62 supra,ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.33
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11
ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.19
] ροαι δὲ Μοισαι[ ?fr. 334a. 3.
См. также в других словарях:
ἰδία — ἰδίᾱ , ἴδιος one s own fem nom/voc/acc dual ἰδίᾱ , ἴδιος one s own fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδίᾳ — ἰδίᾱͅ , ἴδιος one s own fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδία — (ΑΜ ἰδίᾳ, Α και ιων. τ. ἰδίῃ) επίρρ. ιδιαιτέρως, χωριστά («οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο από το θηλ. ιδία τού επιθ. ίδιος] … Dictionary of Greek
ίδια — επίρρ. βλ. ίδιος (II) … Dictionary of Greek
ἴδια — ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδιᾳ — ἴδιαι , ἴδιος one s own fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιάσας — ἰδιά̱σᾱς , ἰδιάζω to be alone fut part act fem acc pl (doric) ἰδιά̱σᾱς , ἰδιάζω to be alone fut part act fem gen sg (doric) ἰδιάσᾱς , ἰδιάζω to be alone aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδίας — ἰδίᾱς , ἴδιος one s own fem acc pl ἰδίᾱς , ἴδιος one s own fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιάσαι — ἰδιά̱σᾱͅ , ἰδιάζω to be alone fut part act fem dat sg (doric) ἰδιάζω to be alone aor inf act ἰδιάσαῑ , ἰδιάζω to be alone aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδίαι — ἰδίᾱͅ , ἴδιος one s own fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδίαν — ἰδίᾱν , ἴδιος one s own fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)