Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ήκεστος

См. также в других словарях:

  • ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β …   Dictionary of Greek

  • ἤκεστος — untouched by the goad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠκέστη — ἤκεστος untouched by the goad fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠκέστην — ἤκεστος untouched by the goad fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠκέστης — ἤκεστος untouched by the goad fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤκεσται — ἤκεστος untouched by the goad fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠκέστας — ἠκέστᾱς , ἤκεστος untouched by the goad fem acc pl ἠκέστᾱς , ἤκεστος untouched by the goad fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»