-
1 Ακεσις
-
2 Ἄκεσις
-
3 άκεσις
-
4 ἄκεσις
-
5 ἄκεσις
-
6 ακέσεις
-
7 ἀκέσεις
-
8 Ακεσι
-
9 Ἄκεσι
-
10 Ακεσιν
-
11 Ἄκεσιν
-
12 άκεσι
-
13 ἄκεσι
-
14 άκεσιν
-
15 ἄκεσιν
-
16 ακέσεων
-
17 ἀκέσεων
-
18 ακέσεως
-
19 ἀκέσεως
-
20 ακέσιας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἄκεσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκεσις — healing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκεσις — Μυθολογική θεότητα. Καλός δαίμονας της ακολουθίας του Ασκληπιού, που συμβόλιζε τον άνθρωπο που βρίσκεται στην ανάρρωση. Λατρευόταν ως θεός στην Επίδαυρο. * * * ἄκεσις ( εως), η (Α) 1. θεραπεία, γιατριά (Ηρόδ. Δ, 90) 2. επιδιόρθωση 3. αλοιφή ή… … Dictionary of Greek
ἀκέσεις — ἄκεσις healing fem nom/voc pl (attic epic) ἄκεσις healing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέσιας — ἄκεσις healing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέσιε — ἄκεσις healing fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἀκέσιος healing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέσιος — ἄκεσις healing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀκέσιος healing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκεσι — Ἄκεσις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκεσι — ἄκεσις healing fem voc sg ἄκος cure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκεσιν — Ἄκεσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκεσιν — ἄκεσις healing fem acc sg ἄκος cure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)