-
1 ἐνναέτης
ἐννᾰ-έτης (A), ες,A nine years old, Theoc.26.29: [dialect] Ep. neut. εἰνάετες, as Adv., for nine years, Hes.Th. 801:—fem. [suff] ἐννᾰ-έτις, poet. [pref] εἰν-, AP7.643 (Crin.).------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνναέτης
См. также в других словарях:
μουνοέτις — μουνοέτις, ιδος, ἡ (Α) ιων. τ. αυτή που έχει ηλικία ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος + έτις (θηλ. τού έτης < ἔτος), πρβλ. εννα έτις, επτα έτις] … Dictionary of Greek