-
1 κοιτάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτάριον
См. также в других словарях:
κελλάρι — και κελάρι, το (Α κελλάριον, Μ κελάριον, κελλάριον, κελάριν, κελλάριν, κελάρι και κελλάρι) αποθήκη τροφίμων ή κρασιού μσν. δωμάτιο αρχ. αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («κελλάριον τριλάγυνον» αγγείο σύνθετο με τρεις υποδοχές, πάπ.).… … Dictionary of Greek