-
1 Ωλένων
-
2 Ὠλένων
-
3 ωλενών
-
4 ὠλενῶν
-
5 ὠλήν
A = βραχίων, Suid. s.vv. ὠλένη (where gen. ὠλῆνος ) and ὠλήν: esp. in sense mat (cf.ὠλένη 3
),ἐὰν ἐκ τῆς καλάμης ὠλένας ποιήσας κύκλῳ περὶ τοὺς σιροὺς περιτείνῃς αὐτούς Ph.Bel.88.4
(cf. ὄλινοι· κριθῆς δεσμοί, Hsch.): ὠλένων δορωσίμων mentioned in brick-building accounts, PPetr.3p.139 (iii. B.C.); also fem.,τὰς ὠλένας τοῦ ἐλαιουργίου διπλᾶς ποίησον PFay.110.29
(i A. D.), cf. Jahresh.26 Beibl.54 (Ephes., i A. D., ὀλένας lapis): they were straw mats used to bind together layers of bricks, καλαμίδας τὰς νῦν λεγομένας ὠλένας, ἐπεὶ ἀπὸ καλάμων γίνονται, ἢ τοὺς θηλυκοὺς καλάμους τοὺς πρὸς σύνδεσμον τῶν πλινθίνων καταστρωμάτων τῆς οἰκοδομίας (AB 269, cf. EM485.30): ὠλένες in pl. = matting for a roof, Hsch. s.v. κόνυζα ( ὠλένων cod., rightly). -
6 ὠλέκρανον
A = ὠλένης κρανίον ( Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία Suid.s.v. ὀλέκρανον,) point of the elbow, Arist.HA 493b27 (v.l. ὀλέκρανον), al.; Hp. used ἀγκών for ὠλέκρανον, acc. to Gal. UP2.2,14: but ὀλέκρ. is found in Hp.Epid.7.61. [ ὀλέκρανον is required by the metre in Ar. Pax 443;τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω ¯ προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο ¯ Hellad.
ap. Phot.p.533 B.; Phot. has ὠλ-, but places it after ὀλέκει.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠλέκρανον
См. также в других словарях:
ὠλενῶν — ὠλένη elbow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠλένων — Ὤλενος Olenos fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek