Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὠλένες

См. также в других словарях:

  • ευώλενος — εὐώλενος (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ωραίες ωλένες, βραχίονες («τὰν εὐώλενον... παῑδα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωλένη «βραχίων»] …   Dictionary of Greek

  • ωλήν — Προομηρικός ποιητής από τη Λυκία. Έγραψε ύμνους που ψάλλονταν στη Δήλο. Ένας μεταγενέστερος μύθος, αναφέρει πως ο Ω. ήταν ιδρυτής του Δελφικού μαντείου και επινοητής του εξαμέτρου. Μερικοί τον αποκαλούν Δυμαίο ή Υπερβόρειο ή Λύκιο. * * * ένος, ὁ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»