-
121 еда
еда ж το φαγητό, το φαγί, το φαΐ, η τροφή (пища) за едой την ώρα του φαγητού перед едой πριν το φαγητό после еды μετά το φαγητό* * *жτο φαγητό, το φαγί, το φαΐ, η τροφή ( пища)за едо́й — την ώρα του φαγητού
пе́ред едо́й — πριν το φαγητό
по́сле еды́ — μετά το φαγητό
-
122 как
как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...* * *1.( вопрос) πώςкак вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε
как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε
как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος
2. союзкак пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...
όπως, σανкак хоти́те — όπως θέλετε
как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά
••в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που
как то́лько — μόλις
как бы то ни́ было — όπως και να' ναι
как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)
как раз — ακριβώς, ίσα ίσα
как раз во́время — ακριβώς στην ώρα
как когда́ — εξαρτάται
как изве́стно... — όπως είναι γνωστό
-
123 который
который ποιος' \который из них? ποιος απ' αυτούς; \который раз? πόσες φορές; \который час? τι ώρα είναι;* * *кото́рый из них? — ποιος απ'αυτούς
кото́рый раз? — πόσες φορές
кото́рый час? — τι ώρα είναι
-
124 местный
местный в рази. знач. τοπικός· ντόπιος, εγχώριος (туземный); \местныйое время η τοπική ώρα· \местный житель о ντόπιος ◇ \местный наркоз η τοπική αναισθησίοι* * *в разн. знач.τοπικός; ντόπιος, εγχώριος ( туземный)ме́стное вре́мя — η τοπική ώρα
ме́стный жи́тель — ο ντόπιος
••ме́стный нарко́з — η τοπική αναισθησία
-
125 на
на Ι 1) (при обознач. места) (ε) πάνω' σε' για' на столе, на стол πάνω στο τραπέζι·на бумаге στο χαρτί' я живу на улице... μένω στην οδό...2) (при обознач. направления) σε, προς' я иду на концерт πηγαίνω στο κοντσέρτο* на восток προς την ανατολή 3) (при обознач. средства передвижения) με' поедем на автобусе πάμε μελεωφορείο" ехать на поезде πηγαίνω με τρένο 4) (при обознач. срока, времени) για·я приехал на две недели ήρθα για δυο βδομάδες· назначить что-л. на завтра на три часа καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα' на следующий день την άλλη μέρα· на будущей неделе την προσεχή βδομάδα 5) (при обознач. меры, количества) για" σε" на двух человек για δύο άτομα' разделить на два διαιρώ στα δύο ◇ перевести на греческий язык μεταφράζω στα ελληνικά* * *I1) (при обознач. места) (ε)πανω; σε; γιαна столе́, на стол — πάνω στο τραπέζι
на бума́ге — στο χαρτί
я живу́ на у́лице… — μένω στην οδό…
2) (при обознач. направления) σε, προςя иду́ на конце́рт — πηγαίνω στο κον(τ)σέρτο
на восто́к — προς την ανατολή
3) (при обознач. средства передвижения) μεпое́дем на авто́бусе — πάμε με λεωφορείο
е́хать на по́езде — πηγαίνω με τρένο
4) (при обознач. срока, времени) γιαя прие́хал на две неде́ли — ήρθα για δυο βδομάδες
назна́чить что-л. на за́втра на три часа́ — καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα
на сле́дующий день — την άλλη μέρα
на бу́дущей неде́ле — την προσεχή βδομάδα
5) (при обознач. меры, количества) για;σεна двух челове́к — για δύο άτομα
раздели́ть на́ два — διαιρώ στα δύο
••IIперевести́ на гре́ческий язы́к — μεταφράζω στα ελληνικά
( возьми) να!, πάρε! -
126 наилучший
наилучший καλύτερος· \наилучший результат το καλύτερο αποτέλεσμα ◇ всего \наилучшийего! σας εύχομαι τα πάντα!, ώρα καλή!* * *наилу́чший результа́т — το καλύτερο αποτέλεσμα
••всего́ наилу́чшего! — σας εύχομαι τα πάντα!, ώρα καλή!
-
127 ноль
ноль м в рази. знач. το μηδέν, το μηδενικό· η νούλα (тж. перен.)· в пять \ноль-·\ноль στις πέντε η ώρα ακριβώς* * *м, в разн. знач.το μηδέν, το μηδενικό; η νούλα (тж. перен.)в пять нол-ноль — στις πέντε η ώρα ακριβώς
-
128 обед
обед м 1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό· \обед из трёх блюд το γεύμα με τρία φαγητλ· готовить \обед μαγειρεύω· давать \обед δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι 2) (обеденное время) το μεσημέρι· до \обеда πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι ( π μ)· после \обеда μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ. μ.)· во время \обеда, за г-ом την ώρα του φαγητού* * *м1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητόобе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία φαγητά
гото́вить обе́д — μαγειρεύω
дава́ть обе́д — δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι
2) ( обеденное время) το μεσημέριдо обе́да — πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι (π. μ.)
по́сле обе́да — μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ.μ.)
во вре́мя обе́да, за обе́дом — την ώρα του φαγητού
См. также в других словарях:
ὥρα — ὥρᾱ , ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 3rd sg ὥρᾱ , ὥρα sura. fem nom/voc/acc dual ὥρᾱ , ὥρα sura. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρα — ὤρᾱ , ὤρα care fem nom/voc/acc dual ὤρᾱ , ὤρα care fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὤ̱ρᾱ , ὦρος sleep neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὥρα — Ὥρᾱ , Ὥρα fem nom/voc/acc dual Ὥρᾱ , Ὥρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρᾳ — ὤρᾱͅ , ὤρα care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὥρᾳ — Ὥρᾱͅ , Ὥρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥρᾳ — ὥρᾱͅ , ὥρα sura. fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
ώρα — η 1. διάρκεια χρόνου που ισούται με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου: Κάλυψαν τηναπόσταση σε πέντε ώρες. 2. εποχή του έτους: Μας ήρθε ντυμένη καλοκαιρινά σε ώρα χειμώνα. 3. χρόνος, καιρός, κατάλληλη στιγμή: Ήρθες απάνω στην ώρα. 4. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὦρα — Ὦρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἆρα , ἆρα anxiety indeclform (interrog) ἆ̱ρα , αἴρω attach aor ind act 1st sg (doric aeolic) ὄρα , ὄρον implement… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)