-
1 πολυ-πέλαστος
πολυ-πέλαστος, dem man sich sehr nähert, Schol. Theocr. 2, 14.
-
2 πολυπέλαστος
πολυ-πέλαστος, ον,A gloss on δασπλῆτι, Sch.Theoc.2.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπέλαστος
-
3 πολυπέλαστος
См. также в других словарях:
πολυπέλαστος — ον, Α αυτός που τόν πλησιάζουν πολλοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πέλαστος (< πελάζω), πρβλ. δυσ πέλαστος] … Dictionary of Greek