-
1 ωραιότης
-
2 ὡραιότης
-
3 ὡραιότης
A the ripeness of the fruits of the year, f.l. in Thphr.HP9.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὡραιότης
-
4 ὡραιότης
-ητος ἡ N 1 0-0-1-5-0=6 Ez 16,14; Ps 44(45),4; 49(50),2.11; 67(68),13Cf. DANIEL, S. 1966, 261 -
5 ωραιότησι
-
6 ὡραιότησι
-
7 ωραιότησιν
-
8 ὡραιότησιν
-
9 ωραιότητα
-
10 ὡραιότητα
-
11 ωραιότητας
-
12 ὡραιότητας
-
13 ωραιότητι
-
14 ὡραιότητι
-
15 ωραιότητος
-
16 ὡραιότητος
См. также в других словарях:
ὡραιότης — the ripeness of the fruits of the year fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραιότησι — ὡραιότης the ripeness of the fruits of the year fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραιότησιν — ὡραιότης the ripeness of the fruits of the year fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραιότητα — ὡραιότης the ripeness of the fruits of the year fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραιότητας — ὡραιότης the ripeness of the fruits of the year fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραιότητι — ὡραιότης the ripeness of the fruits of the year fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραιότητος — ὡραιότης the ripeness of the fruits of the year fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωραιότητα — η / ὡραιότης, ητος, ΝΜΑ [ωραίος] η ιδιότητα τού ωραίου, κάλλος, ομορφιά αρχ. 1. (για πράγμ.) καλή ποιότητα («τῇ ὡραιότητι τοῡ οἴνου διελέσθαι σκῡλα», ΠΔ) 2. η ωριμότητα τών καρπών τού έτους … Dictionary of Greek