-
1 ωραιοτάτη
ὡραῑοτάτη, ὡραῖοςproduced at the right season: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ὡραῑοτάτῃ, ὡραῖοςproduced at the right season: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
2 ὡραιοτάτη
Βλ. λ. ωραιοτάτη -
3 ὡραιοτάτῃ
Βλ. λ. ωραιοτάτη -
4 ώραῖος
ώραῖος, 1) was eine bestimmte Zeit, bes. die Jahreszeit mit sich bringt u. reift, bes. von den reisen Sommerfrüchten; βίος, βίοτος ὡραῖος, Lebensunterhalt von reifer Feldfrucht, Hes. O. 32. 309; καρποὶ ὡραῖοι Her. 1, 202; gew. τὰ ὡραῖα u. τρωκτὰ ὡραῖα, alle Früchte, die die Jahreszeit reist, mit sich bringt, annona, Thuc. 3, 58 Xen. An. 5, 3,12; Plat. οἷον πυρῶν καὶ κριϑῶν, οἷσι δὴ καὶ τὰ ἅπαντα ἀκολουϑείτω τὰ ἄλλα ὡραῖα νεμόμενα, Legg. VIII, 847 e. – Dah. ἡ ὡραία, sc. ὥρα, die Jahreszeit, in welcher die Feldfrüchte reif werden, die Zeit der Ernte, bes. die zwanzig Tage vor und nach Aufgang des Hundssterns, u. allgemeiner, die gute Jahreszeit, die vier od. fünf Monate (τέτταρας μῆνας ἢ πέντε, τὴν ὡραίαν αὐτὴν στρατεύεσϑαι Dem. 9, 48) vom Frühjahr bis zum Herbst, in welchen auch der Krieg geführt zu werden pflegte, vgl. Schäf. zu Bos. ell. p. 577; περιμένειν τὴν ὡραίαν Dem. 56, 30, die gute Jahreszeit abwarten; ὑπὸ τὴν ὡραίαν, gegen den Frühling, Pol. 3, 16, 7. – 2) zur rechten, günstigen Zeit geschehend, der Jahreszeit entsprechend, durch die Jahreszeit u. die Witterung begünstigt; ἄροτος, ἔργον, Hes. O. 618. 644; πλόος, günstige Schifffahrt, 632. 667; ὡραῖόν ἐστι, die Witterung ist günstig; dah. auch ταριχος ὡραῖον, zur rechten Jahreszeit eingesalzener Fisch, Alexis bei Ath. III, 117 d; vgl. Soph. frg. 446; ὡραῖα τεμάχη Poll. 7, 27. – Absol. τὴν ὡραίην, zur rechten, gewöhnlichen Zeit, wie τὴν ὥραν, Her. 4, 28; – ὡραίων τυχεῖν, gebührender Ehre theilhaftig werden, wie νομίμων, Eur. Suppl. 187; vgl. Plat. ἔνϑα ὡραῖα ἀπετέλουν ἱερὰ ἐκείνων ἑκάστῳ, Critia. 116 c. – 3) vom Lebensalter des Menschen, in der schönsten Blüthe der Jahre, in voller, reifer Kraft, Hes. O. 697; in der Jugendblüthe stehend, jugendlich schön, Pind. Ol. 9, 101; Reiz, Anmuth, ἄνευ κάλλους ὡραῖοι Arist. rhet. 3, 4, womit Plat. Rep. X, 601 b zu vgl.: τοῖς τῶν ὡραίων προςώποις, καλῶν δὲ μή; ἐν ὡραίῳ ἵσταμαι βίῳ Eur. Phoen. 975; Ar. Av. 138; ὡραιοτάτη Ach. 1113 Ran. 291; παρϑένος γάμου ὡραία Her. 1, 196; Xen. Cvr. 4, 6,9.
-
5 ὡραῖος
A produced at the right season ([etym.] ὥρα), seasonable, timely: esp. of the fruits of the earth, βίος or βίοτος ὡ. store of fruits gathered in due season, Hes.Op.32, 307; ὡ. καρποί the fruits of the season, καρποὺς.. κατατίθεσθαι ὡραίους to store them up in season, Hdt.1.202: freq. in neut., ὡραῖα, τά, Th.1.120, 3.58, X.An.5.3.9, Pl.Lg. 845e;ἑραίως τὰ ὡραῖα ἀποδιδόναι Hp.Aph.3.8
; ὡραῖα.. ἀποτελεῖν ἱερά to render fruits of the season as sacred offerings, Pl.Criti. 116c, cf. Orac. ap. D.21.52;τρωκτὰ ὡ. X.An.5.3.12
;ἄνθεα AP9.564
([place name] Nicias);σῦκα Aret.CD1.3
; also of animals,ὡ. ἄρνες
yearling,AP
6.157 (Theodorid.); of tunnies at a year old (from six months to one year they were called πηλαμύδες), πηλαμὺς.. ὡραία θέρους τῷ Βοσπορίτῃ S.Fr. 503
; ὡ. θύννοι Ps.-Hes. ap. Ath.3.116b, cf. Hices.ib. 116e, Archestr.Fr.38.9, Plaut.Capt.851; τάριχος ὡ. fish salted or pickled in the season, Alex.186.5;ἰχθύες ἐς τάγηνον ὡ. Babr.6.4
; σαργάναι ὡ. pickling-tubs, Poll.7.27: hence generally, agricultural produce,εἶναι ἐνεχυρασίαν Αἰξωνεῦσιν ἐκ τῶν ὡ. τῶν ἐκ τοῦ χωρίου IG22.2492.8
(iv B. C.).2 τὰ ὡραῖα, = τὰ καταμήνια, esp. at their first appearance, Hp.Superf.34.3 Subst. ἡ ὡραία (in full,ὥρη ἡ ὡραίη Aret. SD1.4
, Phryn.PSp.128 B., etc.), harvest-time, esp. the twenty days before and twenty days after the rising of the dog-star, μίμνει ἐς ὡραίην till harvest-time, A.R.3.1390.b the campaigning-season, during which the troops kept the field, D.9.48, 56.30, Plb.3.16.7.c τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει it does not rain in the season (sc. of rain), Hdt.4.28.II happening or done in due season, seasonable, ἄροτος, ἔργον, Hes.Op.617.642; πλόος ib. 630;χειμῶνες Thphr.HP4.14.1
;ὕδατα Id.CP2.2.1
; σκαπάνη ib.3.16.1;τομὴ [καλάμου] Id.HP4.11.4
; ὅτε ὡραῖον εἴη when the weather permitted, App.Pun. 120.2 metaph., ( ὥρα (C) B) seasonable, due, proper, ὡραίων τυχεῖν, = νομίμων τυχεῖν (cf. ὥριος (A). 111.2), E.Supp. 175: ἐν ὡραί[ᾳ ἐκκλησίᾳ] dub. in SIG668.4 (Delphi, ii B. C.); ἐνιαύτια ὡ. ib. 1025.37 (Cos, iv/iii B. C.), cf. Hsch.III of persons, seasonable or ripe for a thing, c.gen.,ἀνδρὸς ὡραίη Hdt.1.107
, cf. Lys.Fr.4; γάμων or γάμου ὡραῖαι, Hdt.1.196, 6.122, cf. X.Cyr.4.6.9;ἐς ἥβην ὡραίαν γάμων E.Hel.12
( ὡραίων codd.);ὅστις οὐκέθ' ὡραῖος γαμεῖ Id.Fr. 804
; ὡ. γάμος seasonable marriage, A.Fr.55; also of old persons, ripe or ready for death,πατήρ γε μὴν ὡ. E.Alc. 516
;αὐτὸς δ', ἐν ὠ. γὰρ ἕσταμεν βίῳ, θνῄσκειν ἕτοιμος Id.Ph. 968
;θάνατος ὡ. X.Ages.10.3
; ;ὡραῖος ἀποτέθνηκεν Plu.2.178e
; soὕλη ὡ. τέμνεσθαι Thphr.HP5.1.1
.2 in reference to age, in the prime of life, youthful, Hes.Op. 695: hence in the bloom of youth, opp. ἄωρος, X.Smp.8.21, Pl.R. 574c;ὡ. ἐὼν καὶ καλός Pi.O.9.94
;παιδίσκη ὡραιοτάτη Ar.Ach. 1148
(anap.), cf. Ra. 291, 514;παῖς ὡραῖος Id.Av. 138
: but not necessarily implying beauty,τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή Pl.R. 601b
;ἄνευ κάλλους ὡραῖοι Arist.Rh. 1406b37
; cf. ὥρα (C) B. 11.3 generally, of things, beautiful, graceful, LXX Ge.3.6, 2 Ch.36.19, Ev.Matt.23.27;ἡ ὡ. πύλη τοῦ ἱεροῦ Act.Ap.3.10
, cf. 3.2.IV irreg. [comp] Sup.ὡραιέστατος Epich.186d
.V Adv.ὡραίως Hp.Aph.3.8
.
См. также в других словарях:
ὡραιοτάτη — ὡραῑοτάτη , ὡραῖος produced at the right season fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραιοτάτῃ — ὡραῑοτάτῃ , ὡραῖος produced at the right season fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διήγησις ωραιοτάτη — Τίτλος ποιήματος που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Ο πλήρης τίτλος του είναι Διήγησις ωραιοτάτητου θαυμαστού εκείνου του λεγομένου Βελισσαρίου.Σώζεται σε τρεις παραλλαγές: α) της Βιέννης, η οποία… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
CHARMIONE — Cleopatrae ancilla, spontaneam Dominae mortem imitata. Plut. in Anton. Graece χάρμιον scribitur, vel χαρμιόμη, vel χαρμιουνώ. Plut. in Antonino, Εἴρας ἡ Κλεοπάτρας κουρεύτρια καὶ Χάρμιον, ὑφ᾿ ὧν τὰ μέγιςτα διονικεῖται τῆς ἡγεμονίας, Iras… … Hofmann J. Lexicon universale
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… … Dictionary of Greek