-
1 ωλοκαύτωσαν
-
2 ὡλοκαύτωσαν
-
3 ὁλο-καυτόω
ὁλο-καυτόω, = ὁλοκαυτέω; ὡλοκαύτωσαν τοὺς ταύρους, Xen. Cyr. 8, 2, 24; Sp., wie Plut.
-
4 ὁλοκαυτέω
A bring a burnt-offering, offer whole, X.An.7.8.4 : [tense] impf. ὡλοκαύτει ib.5 :—[voice] Pass., ὁλοκαυτεῖται (v.l. -οῦται) J.AJ3.9.1:—more usu. [suff] ὁλοκαυτ-όω, ὡλοκαύτωσαν v.l. in X.Cyr.8.3.24 ;ὁλοκαυτῶσαι J.AJ1.13.1
, etc. (ὁλοκαυτοῦσιν Plu.2.694b
,ὁλοκαυτῶν J.AJ3.9.1
, may belong to either form).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλοκαυτέω
См. также в других словарях:
ὡλοκαύτωσαν — ὁλοκαυτόω bring a burnt offering aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)