1 ὁλο-καυτόω
ὁλο-καυτόω, = ὁλοκαυτέω; ὡλοκαύτωσαν τοὺς ταύρους, Xen. Cyr. 8, 2, 24; Sp., wie Plut.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὁλο-καυτόω
2 ολοκαυτοω
(ταῦρον Xen., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > ολοκαυτοω