Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὠφελοῦμαι

  • 1 ωφελούμαι

    ὠφελέω
    help: pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ωφελούμαι

  • 2 ὠφελοῦμαι

    ὠφελέω
    help: pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ὠφελοῦμαι

  • 3 οὐδείς

    οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν (Hom.+.—The forms οὐθείς [Hs 9, 5, 6], οὐθέν [Lk 23:14; Ac 15:9; 19:27; 26:26; 1 Cor 13:2; Hm 4, 2, 1], οὐθενός [Lk 22:35; Ac 20:33 v.l.; 2 Cor 11:9] for which οὐδ-is freq. read as v.l. in mss. and edd., appear in the lit. since Aristotle [Jos., Ant. 5, 250; 6, 47 al.], in ins [Meisterhans3-Schw. 258f], and in pap [Mayser 181f], PStras II, 125, 4 [5/4 B.C.]; on the forms s. B-D-F §33; W-S. §5, 27f and note 62; Mlt-H. 111f; JWackernagel, Hellenistica 1907, 23; New Docs 2, 83; 4, 164f.—The LXX usage in Thackeray p. 58–62).
    as an adj. no οὐδεὶς προφήτης Lk 4:24. Cp. 16:13. παροιμία οὐδεμία J 16:29. Cp. 18:38; Ac 25:18; 27:22. οὐδὲν εἴδωλον 1 Cor 8:4a. οὐδὲν χρείαν ἔχω Rv 3:17. Cp. J 10:41. οὐδεὶς ἄλλος (UPZ 71, 15 [152 B.C.]) 15:24.—οὐδεμία ἐκκλησία … εἰ μὴ ὑμεῖς Phil 4:15.—W. other negatives: οὐ … οὐδεμίαν δύναμιν Mk 6:5.
    as a subst.
    οὐδείς no one, nobody Mt 6:24; 8:10; 9:16; Mk 2:21f; 5:4; 7:24; Lk 5:36f, 39; J 1:18 (οὐδεὶς πώποτε as PGM 5, 102 Osiris, ὸ̔ν οὐδεὶς εἶδε πώποτε; Jos., C. Ap. 2, 124); Ro 14:7b; 1 Cor 2:11; 3:11 and oft.—W. partitive gen. (Epict. 4, 1, 3 οὐδεὶς τ. φαύλων; Jos., Ant. 3, 321 οὐδεὶς τ. ἱερέων; Just., D. 16, 3 οὐδεὶς γὰρ ὑμῶν; Tat. 6:1 οὐδεμία τῶν ψυχῶν) οὐδεὶς ἀνθρώπων no one at all Mk 11:2. Cp. Lk 14:24. οὐδεὶς τ. ἀνακειμένων J 13:28. τῶν λοιπῶν οὐδείς none of the others Ac 5:13. οὐδ. ὑμῶν 27:34 (Diod S 14, 65, 2 οὐδεὶς ἡμῶν). Cp. Ro. 14:7a. Instead of the part. gen. we may have ἐκ (Jos., Bell. 7, 398) Lk 1:61; J 7:19; 16:5.—οὐδεὶς … εἰ μή no one … except Mt 11:27; 17:8; Mk 10:18; Lk 10:22; 18:19; J 14:6; 1 Cor 1:14; 8:4b; Rv 2:17; 14:3; 19:12. οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μή J 17:12.—Also οὐδεὶς … ἐὰν μή J 3:2; 6:44, 65. Used w. other negatives (Appian, Samn. 11 §4 οὐδένα λαβεῖν οὐδέν, οὔτε … οὔτε=nobody accepted anything, neither … nor) οὐ … οὐδείς (Appian, Bell. Civ. 1. 19 §80=nobody; Diog. L. 1, 53) Mt 22:16; Mk 3:27; 5:37; 12:14; Lk 8:43; J 8:15; 18:31; Ac 4:12; 1 Cor 6:5. οὓς δέδωκάς μοι οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα J 18:9. οὐκέτι … οὐδείς Mk 9:8. οὐδεὶς οὔπω no one yet Lk 23:53 (v.l. οὐδέπω); οὐδεὶς οὔπω ἀνθρώπων Mk 11:2. οὐδέπω οὐδείς J 19:41; Ac 8:16. οὐδεὶς οὐκέτι Mk 12:34; Rv 18:11. οὐδὲ ἁλύσει οὐκέτι οὐδείς Mk 5:3.—οὐδενὶ οὐδέν 16:8 (Appian, Liby. 128 §613 οὐδὲν οὐδείς=no one [set fire to] anything [ruling out all exceptions]; Just., D. 44, 2 οὐδεὶς γὰρ οὐδέν … οὐδαμόθεν λαβεῖν ἔχει. For lit. on the silence of women s. FNeirynck, Evangelica ’82, 247–51). Cp. Lk 9:36. οὐδὲ … οὐδείς J 5:22.
    οὐδέν nothing
    α. lit. οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν Mt 17:20. Cp. 10:26; 26:62; 27:12; Mk 7:15; J 1:3 v.l. Foll. by partitive gen. Lk 9:36b; 18:34; Ac 18:17; Rv 3:17 v.l. (Mussies 183). Foll. by εἰ μή nothing but Mt 5:13; 21:19; Mk 9:29; 11:13. οὐδὲν ἐκτὸς ὧν nothing but what Ac 26:22. οὐδὲν αὐτοῦ διεφθάρη no part of (Jonah) was damaged AcPlCor 2:30. Used w. other negatives: οὐ … οὐδέν Mk 14:60f; 15:4; Lk 4:2; J 3:27 v.l. (for οὐδὲ ἕν); 5:30; 9:33; 11:49. οὐ … οὐδενὶ τούτων 1 Cor 9:15a. οὐ … οὐδέν, ἄν (=ἐὰν) μή J 5:19. οὐκέτι … οὐδέν Mk 7:12; 15:5; Lk 20:40. οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσει Lk 10:19 (s. ἀδικέω 2).
    β. nonliterally worthless, meaningless, invalid (X., Cyr. 6, 2, 8; Diod S 14, 35, 5; Dio Chrys. 4, 60; 15 [32], 101 οὐδέν ἐστι=it means nothing, is unimportant; Tat. 27, 2 τῶν πολλῶν θεῶν ἡ ὁμήγυρις οὐδέν ἐστιν ‘the assembly of many gods amounts to nothing’) ὸ̔ς ἂν ὀμόσῃ ἐν τ. ναῷ, οὐδέν ἐστιν (the oath of) one who who swears by the temple is not binding Mt 23:16, 18. Cp. J 8:54; 1 Cor 7:19ab. εἰ καὶ οὐδέν εἰμι 2 Cor 12:11b. οὐθέν εἰμι 1 Cor 13:2 ([Tat. 26, 3 οὐδέν ἐστε] on the neut. referring to a masc. subj. s. B-D-F §131; Rob. 751).—Ac 21:24; 25:11.—γενέσθαι εἰς οὐδέν 5:36. εἰς οὐδὲν δὲ συνέβη τελευτῆσαι τὴν τάξιν αὐτῶν ultimately the (angels’) status was terminated Papias (4). εἰς οὐθὲν λογισθῆναι Ac 19:27. Antonym τίς 2.
    γ. the acc. οὐδέν in no respect, in no way (Dio Chrys. 52 [69], 6; Just., D. 14, 1 οὐδὲν ὑμῖν χρήσιμοι; 68, 1 οὐδὲν ἂν βλαβείην.—B-D-F §154; 160; Rob. 751) οὐδὲν διαφέρει (the heir) differs in no respect Gal 4:1. οὐθὲν διέκρινεν Ac 15:9. Ἰουδαίους οὐδὲν ἠδίκηκα 25:10; cp. Gal 4:12. οὐδὲν ὑστέρησα 2 Cor 12:11a. οὐδὲν ὠφελοῦμαι 1 Cor 13:3. οὐδὲν γάρ σε ταῦτα ὠφελήσει AcPl Ha 2, 23. ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν J 6:63. οὐδὲν οὐδενὸς χρῄζει εἰ μή (the Lord) requires nothing at all, except 1 Cl 52:1. οὐδὲν ἥμαρτεν Μάρκος οὕτως ἔνια γράψας ὡς ἀπεμνημόνευσεν Mark was not at fault in recording some things as he remembered them Papias (2:15). On οὐδέν μοι διαφέρει Gal 2:6 s. διαφέρω 3.—W. the same mng. ἐν οὐδενί Phil 1:20.—Somet. the later usage οὐδέν = οὐ (Aristoph., Eccl. 644; Dionys. Hal. [Rdm. 32, 5]; Epict. 4, 10, 36; POxy 1683, 13; BGU 948, 13) suggests itself, e.g. Ac 18:17; Rv 3:17.—M-M. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > οὐδείς

См. также в других словарях:

  • ωφελούμαι — ωφελούμαι, ωφελήθηκα, ωφελημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὠφελοῦμαι — ὠφελέω help pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… …   Dictionary of Greek

  • ωφελώ — ὠφελῶ, έω, ΝΜΑ 1. παρέχω ωφέλεια, κάνω καλό σε κάποιον, βοηθώ, εξυπηρετώ (α. «οι διακοπές τόν ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ μηδέν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. μέσ. ωφελούμαι και ὠφελοῡμαι, έομαι έχω ώφελος, έχω συμφέρον, κερδίζω (α. «βγήκε… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • αλληλωφελούμαι — ( έομαι) ωφελώ κάποιον και ωφελούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + ωφελώ ( ούμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλωφέλεια] …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • διαφορεύω — (Μ διαφορεύω) κερδίζω, ωφελούμαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»