-
1 выиграть
выигратьсов, выигрывать несов прям., перен κερδίζω:\выиграть партию в шахматы κερδίζω μιά παρτίδα στό σκάκι· \выиграть по займу κερδίζω στό λαχειοφόρο δάνειο· \выиграть сражение κερδίζω τή μάχη· \выиграть дело юр. κερδίζω τή δίκη (или τήν ὑπόθεση)· \выиграть пари κερδίζω τό στοίχημα· \выиграть на чем-л. ὠφελούμαι ἀπό κάτι· ◊ \выиграть время κερδίζω χρόνο· \выиграть в чьи́х-л. глазах ἀνεβαίνω στήν ἐκτίμηση κάποιου. -
2 выигрыш
выигрышм τό κέρδος, τό δφελος/ ὁ λαχνός (по займу):быть в \выигрыше βγαίνω κερδισμένος, ὠφελούμαι ἀπό κάτι. -
3 benefit
['benəfit] 1. noun(something good to receive, an advantage: the benefit of experience; the benefits of fresh air and exercise.) όφελος2. verb1) ((usually with from or by) to gain advantage: He benefited from the advice.) ωφελούμαι2) (to do good to: The long rest benefited her.) ωφελώ•- give someone the benefit of the doubt- give the benefit of the doubt -
4 выгадать
ρ.σ.μ. κερδίζω, εξοικονομώ• βγάζω, ωφελούμαι•он -ал много денег на этом деле αυτός έβγαλε πολλά χρήματα απ’ αυτήν την υπόθεση•
выгадать время κερδίζω χρόνο.
-
5 выиграть
ρ.σ.1. κερδίζω•выиграть в лотарее мотоцикл κερδίζω μοτοσυκλέττα στο λαχείο•
выиграть в карты пять рублей κερδίζω στα χαρτιά πέντε ρούβλια•
выиграть пари κερδίζω το στοίχημα.
2. ωφελούμαι•население -ло от снижения цен οπλή-θυσμός (λαός) ωφελήθηκε από τις εκπτώσεις.
3. νικώ•выиграть процесс κερδίζω το ‘δικαστήριο•
-сражение κερδίζω τη μάχη•
выиграть время κερδίζω χρόνο.
-
6 выигрывать
-
7 выигрыш
-а α.1. κέρδος• λαχείο• λοταρία, λότος, τυχερό παιγνίδι.2. όφελος, ωφέλημα, πλεονέκτημα•какой мне -? τι το όφελος μου;
3. νίκη•добыться -а κερδίζω νίκη.
εκφρ.быть в -е – α) είμαι κερδισμένος•ему достался большой выигрыш – του ‘πέσε μεγάλο λαχείο, β) ωφελούμαι. -
8 получить
-лучу, -лучишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω•получить письмо λαβαίνω γράμμα•
получить подарок παίρνω δώρο•
получить зарплату πληρώνομαι το μισθό•. получить повышение παίρνω αύξηση•
получить заказ παίρνω παραγγελία•
получить награду παίρνω βραβείο.
2. εξάγω, βγάζω•получить каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο•
получить интересные выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
3. αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω•она -ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαξε συполучить νάχι.
4. σε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας απο το ουσ.: получить выговор τιμωρούμαι: получить ранение τραυματίζομαι•получить пользу ωφελούμαι•
получить распространение διαδίδομαι.• получить применение εφαρμόζομαι.
|| αποκτώ•получить хорошее воспитание παίρνω καλή διαπαιδαγώγηση.
|| γίνομαι, καθίσταμαι•получить из-встность γίνομαι γνωστός.
1. παίρνομαι, λαμβάνομαι•-лся ответ ελήφθη απάντηση•
-лось известие ήρθε η είδηση.
2. βγαίνω, προκύπτω• γίνομαι.• снимок -лся хороший η φωτογραφία βγήκε καλή•ничего не -лось δεν έγινε τίποτε.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•что -лось? τι συνέβηκε;
-
9 прок
-а (-у) α. όφελος, κέρδος, απολαβή• προκοπή•от этого -у не будет απ αυτό κανένα όφελος δε θα βγει, δε θα υπάρξει•
что в этом -у? τι όφελος έχει αυτό; σε τι θα χρησιμεύσει;•
идти в прок ωφελούμαι, κερδίζω,απολαβαίνω.
См. также в других словарях:
ωφελούμαι — ωφελούμαι, ωφελήθηκα, ωφελημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὠφελοῦμαι — ὠφελέω help pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… … Dictionary of Greek
ωφελώ — ὠφελῶ, έω, ΝΜΑ 1. παρέχω ωφέλεια, κάνω καλό σε κάποιον, βοηθώ, εξυπηρετώ (α. «οι διακοπές τόν ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ μηδέν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. μέσ. ωφελούμαι και ὠφελοῡμαι, έομαι έχω ώφελος, έχω συμφέρον, κερδίζω (α. «βγήκε… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
αλληλωφελούμαι — ( έομαι) ωφελώ κάποιον και ωφελούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + ωφελώ ( ούμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλωφέλεια] … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
διαφορεύω — (Μ διαφορεύω) κερδίζω, ωφελούμαι … Dictionary of Greek