Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὠφελητικός

См. также в других словарях:

  • ὠφελητικός — helpful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωφελητικός — ή, όν, Α ωφέλιμος, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • ὠφελητικά — ὠφελητικός helpful neut nom/voc/acc pl ὠφελητικά̱ , ὠφελητικός helpful fem nom/voc/acc dual ὠφελητικά̱ , ὠφελητικός helpful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελητικόν — ὠφελητικός helpful masc acc sg ὠφελητικός helpful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελητικαῖς — ὠφελητικός helpful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελητικοί — ὠφελητικός helpful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελητικούς — ὠφελητικός helpful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελητικῆς — ὠφελητικός helpful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελητική — ὠφελητικός helpful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελητικήν — ὠφελητικός helpful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελητικάς — ὠφελητικά̱ς , ὠφελητικός helpful fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»