-
1 ωφελητικός
-
2 ὠφελητικός
-
3 ὠφελητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠφελητικός
-
4 ωφελητικά
ὠφελητικόςhelpful: neut nom /voc /acc plὠφελητικά̱, ὠφελητικόςhelpful: fem nom /voc /acc dualὠφελητικά̱, ὠφελητικόςhelpful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ὠφελητικά
ὠφελητικόςhelpful: neut nom /voc /acc plὠφελητικά̱, ὠφελητικόςhelpful: fem nom /voc /acc dualὠφελητικά̱, ὠφελητικόςhelpful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ωφελητικόν
-
7 ὠφελητικόν
-
8 ωφελητικής
-
9 ὠφελητικῆς
-
10 ωφελητικαίς
-
11 ὠφελητικαῖς
-
12 ωφελητικοί
-
13 ὠφελητικοί
-
14 ωφελητικούς
-
15 ὠφελητικούς
-
16 ωφελητικάς
-
17 ὠφελητικάς
-
18 ωφελητική
-
19 ὠφελητική
-
20 ωφελητικήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὠφελητικός — helpful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωφελητικός — ή, όν, Α ωφέλιμος, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
ὠφελητικά — ὠφελητικός helpful neut nom/voc/acc pl ὠφελητικά̱ , ὠφελητικός helpful fem nom/voc/acc dual ὠφελητικά̱ , ὠφελητικός helpful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελητικόν — ὠφελητικός helpful masc acc sg ὠφελητικός helpful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελητικαῖς — ὠφελητικός helpful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελητικοί — ὠφελητικός helpful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελητικούς — ὠφελητικός helpful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελητικῆς — ὠφελητικός helpful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελητική — ὠφελητικός helpful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελητικήν — ὠφελητικός helpful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελητικάς — ὠφελητικά̱ς , ὠφελητικός helpful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)