-
1 Ωτος
ὅ От1) сын Алоэя и Ифимедии, который, вместе с братом Эфиальтом, был убит Аполлоном за посягательство на власть богов Hom., Plat., Luc.2) предводитель эпейцев, союзник ахеян Hom. -
2 ωτος
-
3 ακουκούλ(λ)ωτος
η, ο1) не носящий капюшона; 2) с непокрытой головой; 3) раскрытый;κοιμάται και το χειμώνα ακουκούλ(λ)ωτος — он и зимой спит раскрытым
-
4 ακουκούλ(λ)ωτος
η, ο1) не носящий капюшона; 2) с непокрытой головой; 3) раскрытый;κοιμάται και το χειμώνα ακουκούλ(λ)ωτος — он и зимой спит раскрытым
-
5 ασέλ(λ)ωτος
η, ο без седла -
6 ασέλ(λ)ωτος
η, ο без седла -
7 αφακέλ(λ)ωτος
η, ο [ος, ον ]1) не вложенный в конверт, папку и т. п.; 2) не внесённый в досье тайной полиции -
8 αφακέλ(λ)ωτος
η, ο [ος, ον ]1) не вложенный в конверт, папку и т. п.; 2) не внесённый в досье тайной полиции -
9 καγκελ(λ)ωτός
η, ό1) обнесённый решёткой, оградой, перилами; огороженный; 2) решётчатый -
10 καγκελ(λ)ωτός
η, ό1) обнесённый решёткой, оградой, перилами; огороженный; 2) решётчатый -
11 φλοκ(κ)ωτός
η, ό см. φλοκ(κ)ιαστός -
12 φλοκ(κ)ωτός
η, ό см. φλοκ(κ)ιαστός -
13 αεριόφως
(-ωτος) см. αεριόφωτο[ν] -
14 αλιόφως
(-ωτος) τό фонарь для подсвета (при ловле рыбы) -
15 γέλως
(-ωτος) ο смех;σαρδόνιος γέλως — саркастический смех;
εκρήγνυμαι εις γέλωτα(ς) — разражаться смехом;
κινώ ( — или προκαλώ) τον γέλωτα — а) вызывать смех (у кого-л.), смешить (кого-л.); — б) становиться смешным (для кого-л.)
-
16 δακρύγελως
(-ωτος) ο смех и слёзы, смех сквозь слёзы -
17 διεστώς
(-ώτος), ώσα, ως несогласный, находящийся в разногласии;τα διεστώτα — разногласие;
συμβιβάζω τα διεστώτα — уладить спор
-
18 είλως
(-ωτος), είλωτας ο1) ист. илот; 2) перен. раб -
19 ενεστώς
(-ώτος), ώσα, ως 1. настоящий, нынешний;τό ενεστώς έτος — текущий год;
2. (ο) грам, настоящее время -
20 ευρώς
(-ώτος) ο уст. плесень
См. также в других словарях:
Ὦτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
ωτός — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ὁ, Α βλ. ώτος … Dictionary of Greek
ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek