-
41 ανακαμψερως
- ωτος ὅ анакампсерот (растение, из которого приготовлялось снадобье, якобы возвращавшее утраченную любовь) Plut. -
42 ανατεινω
поэт. ἀντείνω1) протягивать вверх, простирать, поднимать(χεῖρα οὐρανῷ Pind. или εἰς τὸν οὐρανόν Arst., Plut. и πρὸς τὸν οὐρανόν Xen.)
ἀετὸς ἀνατεταμένος Xen. — орел с распростертыми крыльями;τὰς ὀφρῦς ἀνατείνας Luc. — с высоко поднятыми бровями;ἀ. ἑαυτὸν ἐπί τινι Luc. — важничать из-за чего-л.;ἀνατείνεσθαι τέν ἀρχήν Plut. — расширять, увеличивать свою (служебную) власть;τὸ ξίφος ἀ. Plut. — поднимать меч на кого-л.2) тянуть3) воен. вытягивать, растягивать, развертывать(τὰ κέρατα Xen.)
4) простираться, достигать, доходить(εἰς ὕψος Polyb.; εἰς τὸ πέλαγος Polyb.; πλέον ἢ δέκα σταδίους Plut.)
πέδιλα ἐς γόνυ ἀνατείνοντα Her. — обувь, доходящая до колен5) держать в напряженном состоянииἀ. πάντας Plut. — привлекать всеобщее внимание
6) med. грозить, угрожать -
43 ανδροβρως
-
44 αντερως
-
45 απτως
-
46 αργικερως
-
47 αριγνως
-
48 βαρυβρως
-
49 γελως
1) смех(ἄσβεστος Hom.; πολύς Xen.; ἰσχυρός Plat.; μῶρος Plut.)
γέλωτα (γέλων) παρέχειν Hom., Xen., τιθέναι Eur., κινεῖν Xen., ποιεῖν Xen., Plat. и παρασκευάζειν Plat. — возбуждать или вызывать смех;σὺν γέλωτι Xen., ἅμα γέλωτι Plat. и μετὰ γέλωτος Plut. — со смехом, смеясь;ἐπὴ γέλωτι Her., Arph. — для смеха, шутки ради;ἐν γέλωτι Plut. — в шутку;γέλωτ΄ ὀφλήσειν Arph. — навлечь на себя насмешки2) предмет насмешек, посмешищеγέλωτά τινα (τι) τίθεσθαι Her. или ἀποδεῖξαι Plat., εἰς (ἐς) γέλωτά τι τρέπειν Arph. или ἐμβαλεῖν Dem. и ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Luc. — сделать кого(что)-л. посмешищем, поднять кого(что)-л. на смех;
πλείων ἐστὴ γ. τοῦ μηδενός Dem. — смехотворнее этого нет ничего;γ. ἐγὼ γένωμαι τῷδε Soph. — он стал бы смеяться надо мной -
50 δικερως
-
51 διωτος
-
52 δυσερως
-
53 εγερσιγελως
-
54 ειλως
- ωτος ὅ илот ( государственный крепостной в древней Спарте) Her., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut. -
55 ελιξ
I- ῐκος adj.1) криворогий, по друг. описывающий кривые борозды(βοῦς Hom., Soph.; ταῦρος Theocr.)
2) вьющийся, волнистый(χλόα Eur.)
II- ῐκος ἥ1) зигзаг, извив(ἕλικες στεροπῆς Aesch.)
2) извив, кольцо(ἀμφελικτὸς ἕλικα δράκων Eur.)
3) завиток(αἱ ἕλικες τοῦ ὠτός Arst.)
4) извилина, поворот(πόροι ἕλικας ἔχουσιν Arst.)
5) завитушка, локон6) круговое движение, круговорот(αἱ ἕλικες τοῦ οὐρανοῦ Arst.)
7) щупальце(πολυπόδου ὀκτάτονοι ἕλικες Anth.)
8) плющ(ἕ. νεότομος Eur.)
9) лоза(βότρυος ἕ. Arph.)
10) браслет, запястье(πόρπαι θ΄ ἕλικες Hom.)
11) Arst. = ἑλικτήρ См. ελικτηρ12) спиральная обмотка (sc. τῆς σκυτάλης Plut.)13) вихрь(ἥ ἕ. συγκατάγουσα τὸ νέφος Arst.)
-
56 ελιξοκερως
-
57 ερως
- ωτος ὅ тж. pl.1) любовь, преимущ. страсть(ὅ ἔ. πάθος ἀλόγιστον Arst.)
ἔ. ἀνίκατος μάχαν Soph. — любовь, непобедимая в борьбе;ἔρωτ΄ ἐρᾶν Eur. — страстно любить, пылать любовью2) страстное желание, горячее стремление(τινός Aesch., περί τι Plat. и πρός τι Luc.)
ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι Her. — (Павсаний), жаждущий стать властелином Эллады;ἔ. ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ἐκπλεῦσαι Thuc. — всеми овладело страстное желание отплыть, т.е. участвовать в морском походе;ἔ. αὐτὸν ἔσχε τῶν σκιερῶν σχηνημάτων Xen. — его потянуло к тенистым шатрам;ἔρωτες πόλεως Arph. — влечение к городу3) предмет любви, любовь(ἀπρόσικτος Pind.)
4) наслаждение, радостьἔφριξα ἔρωτι Soph. — я затрепетал от радости
-
58 Ερως
- ωτος (иногда pl. Ἔρωτες) ὅ Эрот1) бог любви; по Гесиоду - сын Хаоса, по орфикам и другим - первый и старейший из боговπρώτιστος θεῶν Parmenides ap. Arst.; обычно — считается сыном Афродиты;
соотв. римск. Amor или Cupido;— изображался красивым мальчиком с золотыми крылышками, вооруженный луком, он пронзал стрелами любви сердца людей и богов Trag. etc.2) название ряда мелких местностей Anth. -
59 ετεροχρως
-
60 ευιδρως
См. также в других словарях:
Ὦτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
ωτός — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ὁ, Α βλ. ώτος … Dictionary of Greek
ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek