-
81 ποιωτικός
A tending to qualify, c. gen., Simp.in Cat.78.23; also v.l. for sq. (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιωτικός
-
82 ποιωτός
A endowed with quality, Antyll. ap. Orib. 10.2.1 (v.l. -ωτικός).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιωτός
-
83 προδηλωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδηλωτικός
-
84 πτερωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτερωτικός
-
85 πυκνωτικός
A serving to close the pores,δύναμις π. τῶν σωμάτων Dsc.3.22
, cf. Sor.1.50, Aret.CA2.1; ψυχροί τε καὶ π., of N. winds, bracing, Ptol.Tetr.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκνωτικός
-
86 πυρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρωτικός
-
87 σαρκωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαρκωτικός
-
88 σημειωτικός
II -κόν, τό, the science of symptoms in medicine, diagnosis, Gal.14.689; name of treatise on diagnosis, Sor.1.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημειωτικός
-
89 στασιωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στασιωτικός
-
90 στεγνωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγνωτικός
-
91 στειρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στειρωτικός
-
92 στερεωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεωτικός
-
93 στεφανωτικός
II στεφανωτικόν, τό, money for crowning a tomb, Judeich Altertümer von Hierapolis Nos. 133, 195.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανωτικός
-
94 στοιχειωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοιχειωτικός
-
95 συγκεφαλαιωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκεφαλαιωτικός
-
96 συκωτικός
A for piles, medicamentum, Cass.Fel.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκωτικός
-
97 συμπληρωτικός
A able to complete, forming an essential part of,ὑγιείας Epicur.Ep. 3p.64U.
; εὐδαιμονίας, τελειότητος, Stoic.3.18,35;τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200
, cf. Plot.2.6.1, 6.2.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπληρωτικός
-
98 συνουλωτικός
A promoting cicatrization, Gal.10.199, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνουλωτικός
-
99 συσσαρκωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσσαρκωτικός
-
100 ταινιωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταινιωτικός
См. также в других словарях:
ὠτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek
τριπολιτσ(ι)ώτικος — η, ο αυτός που παράγεται ή προέρχεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη):Τριπολιτσιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠτικά — ὠτικός of neut nom/voc/acc pl ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc/acc dual ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικῶν — ὠτικός of fem gen pl ὠτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικόν — ὠτικός of masc acc sg ὠτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικαί — ὠτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῖς — ὠτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοί — ὠτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῦ — ὠτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικούς — ὠτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)