Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στεφανωματικός

См. также в других словарях:

  • στεφανωματικός — used for making garlands masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωματικός — ή, όν, Α [στεφάνωμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στέφανο 2. ο κατάλληλος για την κατασκευή στεφάνων …   Dictionary of Greek

  • στεφανωματικά — στεφανωματικός used for making garlands neut nom/voc/acc pl στεφανωματικά̱ , στεφανωματικός used for making garlands fem nom/voc/acc dual στεφανωματικά̱ , στεφανωματικός used for making garlands fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωματικῶν — στεφανωματικός used for making garlands fem gen pl στεφανωματικός used for making garlands masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωματικόν — στεφανωματικός used for making garlands masc acc sg στεφανωματικός used for making garlands neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωματικοῖς — στεφανωματικός used for making garlands masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωματική — στεφανωματικός used for making garlands fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωματικῷ — στεφανωματικός used for making garlands masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτικός — ή, ό / στεφανωτικός, ή, όν, ΝΑ [στεφανωτής] το ουδ. ως ουσ. το στεφανωτικό(ν) χρήματα που έχουν οριστεί με διαθήκη για το στεφάνωμα τάφου νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η στεφανωτική η νόμιμη σύζυγος, η παντρεμένη με στεφάνι, στεφανωμένη 2. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»