-
1 τόκια
τόκιονinterest: neut nom /voc /acc pl -
2 πρωτο-τοκία
πρωτο-τοκία, ἡ, das erste Gebären, Sp.
-
3 παιδο-τοκία
παιδο-τοκία, ἡ, das Kindergebären, Sp.
-
4 παλιν-τοκία
παλιν-τοκία, ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
-
5 πολυ-τοκία
πολυ-τοκία, ἡ, das Vielgebären, Arist. gen. an. 4, 4.
-
6 σκωληκο-τοκία
σκωληκο-τοκία, ἡ, das Würmererzeugen, Theophr.
-
7 τερατο-τοκία
τερατο-τοκία, ἡ, Mißgeburt, Sp.
-
8 τελειο-τοκία
τελειο-τοκία, ἡ, Geburt eines vollkommnen od. zeitigen Kindes, Arist. (?).
-
9 κυο-τοκία
-
10 καρπο-τοκία
καρπο-τοκία, ἡ, das Fruchterzeugen, Fruchttragen, Theophr.
-
11 εὐ-τοκία
εὐ-τοκία, ἡ, das leichte, glückliche Gebären, Plut. u. a. Sp.; Λητωὶς κούφην εὐτοκίην ἔπορεν Add. 4 (IX, 303); vgl. Ant. Th. 38 (IX, 268); τρισσὴ εὐτ, drei glücklich geborne Kinder, Leon. Ale X. 10 (IX, 349).
-
12 ζῳο-τοκία
ζῳο-τοκία, ἡ, das lebendige Junge Gebären, Arist. gen. an. 3, 3.
-
13 δυς-τοκία
-
14 διδυμο-τοκία
διδυμο-τοκία, ἡ. das Zwillingsgebären, Arist. gen. anim. 4, 4.
-
15 μογοσ-τοκία
μογοσ-τοκία, ἡ, schwere Geburt, Maneth. 1, 337. 4, 412.
-
16 μονο-τοκία
μονο-τοκία, ἡ, das Gebären eines Jungen, Arist. gen. an. 4, 4.
-
17 θηλυ-τοκία
θηλυ-τοκία, ἡ, das Gebären weiblicher Kinder, Ios.
-
18 ἀ-τοκία
-
19 ὀψι-τοκία
ὀψι-τοκία, ἡ, das spät Gebären, Sp.
-
20 ὀμβρο-τοκία
ὀμβρο-τοκία, ἡ, Erzeugung des Regens, Sp.
См. также в других словарях:
τόκια — τόκιον interest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιντοκία — παλιντοκία, ἡ (Α) 1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί 2. η παλιγγενεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ τοκία] … Dictionary of Greek
υιοτοκία — ἡ, Μ η γέννηση γιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θηλυ τοκία] … Dictionary of Greek
υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek
υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek