-
41 παλιντοκία
πᾰλιν-τοκία, ἡ,A demand for repayment of interest, Plu.2.295d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιντοκία
-
42 πολυτοκία
πολυ-τοκία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτοκία
-
43 ἀρρενοτοκία
ἀρρενο-τοκία, ἡ,A bearing of male children, Aët.16.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρενοτοκία
-
44 ὠκυτοκία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκυτοκία
-
45 ἀτοκία
-
46 διδυμοτοκία
διδυμο-τοκία, ἡ, das Zwillingsgebären -
47 δυςτοκία
δυς-τοκία, ἡ, das schwere Gebären, schwere Geburt -
48 ἐπιτοκία
ἐπι-τοκία, ἡ, Hinzufügung von Zinsen -
49 εὐτοκία
εὐ-τοκία, ἡ, das leichte, glückliche Gebären; τρισσὴ εὐτ, drei glücklich geborene Kinder -
50 ζῳοτοκία
ζῳο-τοκία, ἡ, das lebendige Junge Gebären -
51 θηλυτοκία
θηλυ-τοκία, ἡ, das Gebären weiblicher Kinder -
52 καρποτοκία
καρπο-τοκία, ἡ, das Fruchterzeugen, Fruchttragen -
53 κυοτοκία
κυο-τοκία, ἡ, das Gebären der Leibesfrucht -
54 μογοστοκία
μογοσ-τοκία, ἡ, schwere Geburt -
55 μονοτοκία
μονο-τοκία, ἡ, das Gebären eines Jungen -
56 ὀλιγοτοκία
ὀλιγο-τοκία, ἡ, das Weniggebären -
57 ὀμβροτοκία
ὀμβρο-τοκία, ἡ, Erzeugung des Regens -
58 ὀψιτοκία
ὀψι-τοκία, ἡ, das spät Gebären -
59 παιδοτοκία
παιδο-τοκία, ἡ, das Kindergebären -
60 παλιντοκία
παλιν-τοκία, ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen
См. также в других словарях:
τόκια — τόκιον interest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιντοκία — παλιντοκία, ἡ (Α) 1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί 2. η παλιγγενεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ τοκία] … Dictionary of Greek
υιοτοκία — ἡ, Μ η γέννηση γιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θηλυ τοκία] … Dictionary of Greek
υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek
υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek