-
1 παλιν-τοκία
παλιν-τοκία, ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
-
2 παλιντοκία
πᾰλιν-τοκία, ἡ,A demand for repayment of interest, Plu.2.295d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιντοκία
-
3 παλιντοκία
παλιν-τοκία, ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen -
4 παλιντοκια
См. также в других словарях:
παλιντοκία — παλιντοκία, ἡ (Α) 1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί 2. η παλιγγενεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ τοκία] … Dictionary of Greek